Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναξιοπρέπεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιοπρέπεια η [anaksioprépia] Ο27 : α.η ιδιότητα του αναξιοπρεπούς. ANT αξιοπρέπεια: Kανένας δεν τον εκτιμά, εξαιτίας της αναξιοπρέπειάς του. β. αναξιοπρεπής συμπεριφορά: Aυτό που έκανες είναι ~.

[λόγ. αναξιοπρεπ(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. indignité]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιοπρέπεια [anaksioprépia] η, (L)
  • ① indignity, impropriety (ant αξιοπρέπεια 1):
    • η ηθική ~ του αντιπάλου |
    • επαγγελματική, κοινωνική ~| άνθρωπος με τέλεια ~ στα μάτια του πλήθους (Sarantaris)
  • ② dishonorable situation, disgraceful act, impropriety:
    • έκανε πολλές αναξιοπρέπειες |
    • το άγαλμα είναι καθιστό· η ορθοστασία αποτελεί για τους αστούς ~ (Athanasiadis-N)

[fr kath αναξιοπρέπεια (see also Koumanoudis), der of αναξιοπρεπής; cf MG αξιοπρέπεια fr AG ἀξιοπρεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες