Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναξιοπιστία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιοπιστία η [anaksiopistía] Ο25α : η ιδιότητα του αναξιόπιστου, η έλλειψη εμπιστοσύνης στα λόγια ή στις ενέργειες κάποιου. ANT αξιοπιστία: H μαρτυρία του δεν έχει βαρύτητα, γιατί είναι γνωστή η ~ του. H υπαναχώρηση της κυβέρνησης στα όσα είχαμε συμφωνήσει, επιβεβαιώνει την ~ της. || (ειδικότ., για εμπορικές συναλλαγές) η αφερεγγυότητα.

[λόγ. αναξιόπιστ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιοπιστία [anaksiopistía] η, (L)
  • untrustworthiness, unreliability (ant αξιοπιστία):
    • ~ προσώπου, πληροφορίας |
    • το επίπεδο αναξιοπιστίας της κυβερνήσεως |
    • η γενική θέση του Cherniss για την ~ του Aριστοτέλους ως πηγής προγενέστερης φιλοσοφίας (Benakis)
  • ⓐ statist unreliability
  • ⓑ commerce lack of credit

[fr kath, neol (Koumanoudis), der of kath αναξιόπιστος (← AG ἀναξιόπιστος), w. suff -ία; cf αξιοπιστία, δυσπιστία etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες