Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναξιοκρατία η [anaksiokratía] Ο25 : έλλειψη αξιοκρατικών κριτηρίων στην επιλογή ατόμων για μια θέση, ιδιαίτερα στο δημόσιο· (πρβ. ευνοιοκρατία): H ~ θεωρείται ένας από τους βασικότερους λόγους της αναποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα.
[λόγ. αν- (δες α- 1) αξιοκρατία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναξιοκρατία [anaksiokratía] η, (L)
- governance by worthless individuals, rule by the worthless:
- μετάγγιση της κομματικής φαυλότητας, της διοικητικής αποσυνθέσεως του φατριασμού, της αναξιοκρατίας (Palaiologos)
[cpd of ανάξιος w. -κρατία as 2nd component as in K πονηροκρατία, LK λαοκρατία, ἰκανοκρατία etc]
- governance by worthless individuals, rule by the worthless: