Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναξέω [anakséo] Ρ : μόνο στη ΦΡ ~ πληγές, αναφέρομαι σε περασμένες και πολύ δυσάρεστες καταστάσεις, τις ξαναθυμίζω· ΣYN ΦΡ ξύνω (παλιές) πληγές.
[λόγ. < ελνστ. ἀναξέω `γυαλίζω΄, παρετυμ. του ελνστ. ἀναξαίνω `ξαίνω΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναξέω [anakséo] (L)
- scratch (syn αναξαίνω):
- ~ παλιές πληγές open old wounds |
- η εποχή μας χειροκροτεί έργα .. που αναξέουν τις ανοιχτές πληγές της (Chatzinis)
[fr K, PatrG ἀναξέω; cpd of ἀνα- & AG ξέω]
- scratch (syn αναξαίνω):