Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναντικατάστατος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναντικατάστατος -η -ο [anandikatástatos] Ε5 : α.που από τη φύση του δεν μπορεί να αντικατασταθεί: Kάθε άνθρωπος είναι μια προσωπικότητα ανεπανάληπτη και αναντικατάστατη. Kάθε στιγμή της ζωής μας είναι μοναδική και αναντικατάστατη. β. που θεωρείται τόσο αξιόλογος και πολύτιμος, ώστε πολύ δύσκολα μπορεί να αντικατασταθεί από κπ. ή από κτ. ισάξιο, ισότιμο: Είναι ~ συνεργάτης / σύντροφος. H μητέρα / η αγάπη της μητέρας είναι αναντικατάστατη. (λόγ. έκφρ.) ουδείς ~, για να δηλώσουμε ότι ο καθένας μπορεί να αντικατασταθεί.

[λόγ. αν- (δες α- 1) αντικαταστα- (θ. του αντικαθιστώ, σύγκρ. αντικαταστάτης) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναντικατάστατος, -η, -ο [anandikatástatos] (& rarely αντικατάστατος) (L)
  • ① not replaced:
    • έπρεπε τώρα να βρεθεί μια άλλη για να αντικαταστήσει την E., μα γι' άλλο λόγο ο Δ. την άφηνε αναντικατάστατη (Xenop, adapted)
  • ② irreplaceable:
    • ~ υπάλληλος |
    • αναντικατάστατο αγαθό, αναντικατάστατο μέσο επικοινωνίας |
    • αναντικατάστατα σύμβολα |
    • το φιλότιμο είναι αναντικατάστατο |
    • αναντικατάστατες μεταφράσεις |
    • σύμβολα αναντικατάστατα |
    • η τέχνη είναι τρόπος έκφρασης ~ |
    • η αναντικατάστατη αξία της μελέτης των αρχαίων Eλλήνων |
    • αναντικατάστατες, μέγιστες φυσιογνωμίες του αγώνα |
    • προσωπικότητα, ιδιοφυΐα αναντικατάστατη |
    • gnom ουδείς ~ |
    • ο γάμος είναι θεσμός .. ουσιαστικά ~ (Panagiotop) |
    • η μεγάλη, η αναντικατάστατη αρετή του ποιητή είναι η ευαισθησία (Papanoutsos)

[from kath αναντικατάστατος, neol (Koumanoudis), cpd of pref αν- & kath (neol) αντικαταστατός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες