Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναντίρρητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναντίρρητα [anandírita] adv (&
  • Kavafis αναντιρρήτως) (L) incontestably, undeniably, irrefutably, certainly (syn αναντίλεκτα, αδιαφιλονίκητα):
    • πιοτό ~ μεθυστικό |
    • λαϊκή τέχνη ~ ελληνική |
    • φιλοσοφικό έργο με ~ διαλεκτικό χαρακτήρα |
    • επιθυμίες ευζωίας και πολυτέλειας έχουν πολύ αναπτυχθεί ύστερα από τον πόλεμο (Thrylos) |
    • η μετάφραση της Iλιάδας στάθηκε ~ μια νίκη του δημοτικού λόγου (Melas) |
    • poem δόκιμε σοφιστή .. |..| εν τω έργω σου τον Mέβη αξίζει ν' αναφέρεις. | Tον φημισμένο Mέβη που αναντιρρήτως είναι |.. ο πιο αγαπηθείς | σ' όλην την Aντιόχεια (Kavafis)

[fr kath αναντίρρητος; cf kath αναντιρρήτως ← K, PatrG ἀναντιρρήτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες