Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναντίλεκτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναντίλεκτος -η -ο [anandílektos] Ε5 : αναντίρρητος. αναντίλεκτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀναντίλεκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναντίλεκτος, -η, -ο [anandílektos] (L)
  • indisputable, unquestionable, certain (syn in αναμφισβήτητος):
    • ήταν αναντίλεκτο πως υπήρχε η αγάπη του για την A.

[fr kath αναντίλεκτος ← K (pap, 3rd c. BC) ἀναντίλεκτος; cpd of pref ἀν- & AG ἀντίλεκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες