Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανανεώσιμος -η -ο [ananeósimos] Ε5 : που μπορεί να ανανεωθεί, συνήθ. για φυσικό στοιχείο που δεν εξαντλείται ούτε χάνεται: Ο άνεμος, ο ήλιος, οι υδατοπτώσεις είναι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
[λόγ. ανανεω- (δες ανανεώνω) -σιμος μτφρδ. αγγλ. renewable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανανεώσιμος, -η, -ο [ananeósimos] (L)
- renewable:
- άδεια ανανεώσιμη, συμβόλαιο ανανεώσιμο |
- η συνείδηση και η αυτοσυνειδησία παραμένουν δυνάμεις ανεξάντλητες .. πάντα ανανεώσιμες (Tatakis)
[fr kath, neol ανανεώσιμος, der of ανανεώ (-όω) w. suff -σιμος]
- renewable: