Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανανεώνω [ananeóno] -ομαι Ρ1 : 1α.(για πργ.) αντικαθιστώ, αλλάζω κτ. παλιό με άλλο καινούριο: ~ την επίπλωση του σπιτιού. Θα ανανεωθούν τα λεωφορεία των αστικών συγκοινωνιών. ~ το νερό στο βάζο, βάζω φρέσκο. || (παθ.) για φυσικό στοιχείο που δεν εξαντλείται ούτε χάνεται, που είναι ανανεώσιμο. β. (για αφηρ. ουσ.) φέρνω ριζικές μεταβολές σε κτ., προσαρμόζω κτ. σε νέα δεδομένα: Θα ανανεωθούν τα εκπαιδευτικά προγράμματα, θα αναμορφωθούν. Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε ανανεωμένους τρόπους έκφρασης. || (παθ., για πρόσ.) παρουσιάζω κτ. καινούριο, ως προϊόν της πνευματικής συνήθ. εργασίας μου: Ο επιστήμονας πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς. γ. αντικαθιστώ ένα ηλικιωμένο ή ακατάλληλο πρόσωπο με ένα νέο και δυναμικό: Θα ανανεωθούν τα στελέχη της εταιρείας. 2. δίνω νέα σωματική δύναμη, νέο σφρίγος σε κπ. που είναι σωματικά ή ψυχικά κουρασμένος ή γερασμένος: H εξοχή ανανεώνει τον οργανισμό. Γύρισε από τις διακοπές ανανεωμένη, ξανανιωμένη. || Tο δέρμα ανανεώνεται. 3α. επαναλαμβάνω κτ. που είχε ατονήσει ή είχε ξεχαστεί: ~ την υπόσχεση / τον όρκο που έδωσα. || Ύστερα από μακροχρόνιο χωρισμό ανανεώσαμε τη φιλία μας, τη ζωντανέψαμε. β. παρατείνω την ισχύ κάποιας σύμβασης: ~ το μισθωτήριο συμβόλαιο / το λαχείο / τη συνδρομή μου στο περιοδικό. || Θα ανανεώσουμε το ραντεβού μας για αύριο, θα ορίσουμε νέα συνάντηση.
[λόγ. < ελνστ. ἀνανε(ῶ) -ώνω (αρχ. ἀνανεοῦμαι)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανανεώνω [ananeóno] (L) ipf ανανέωνα, aor ανανέωσα, subj ανανεώσω, mi ανανεώνομαι, ipf 3pl ανανεώνουνταν, aor ανανεώθηκα
- Ⓐ act
- ① renew (syn ξανακαινουργώνω):
- ~ την επίπλωση του σπιτιού |
- οι τοιχογραφίες της εκκλησίας ανανεώθηκαν τελευταία |
- ανανέωσε το κόκκινο των χειλιών της
- ② innovate, reform (syn αναμορφώνω,:
- ο ζωγράφος ανανεώνει την τέχνη του |
- ο δείνα ανανεώνει γλωσσικά και ιδεολογικά το ρομαντισμό |
- ο ελληνισμός ανανεώνει αδιάκοπα την πνευματικότητά του |
- ο Πιραντέλλο και οι δορυφόροι του .. επαναστατήσαν και ανανέωσαν την παγκόσμια ζωή του θεάτρου (Athanasiadis-N) |
- poem θα συνεχίσω βήματα σταματημένα | κάπου, ανανεώνοντας τις θέσεις | ανάμεσα στον κόσμο και σε μένα (ADimoulas)
- ③ refresh, restore (syn τονώνω, αναζωογονώ, δυναμώνω):
- ~ τις δυνάμεις μου, τις εντυπώσεις μου |
- ~ κάτι στη μνήμη μου |
- η δουλειά αυτή τον ανανεώνει |
- το βουνό, το δάσος, ο αέρας κλ ανανεώνουν |
- ανανέωνε στο δρόμο παλιές ξεχασμένες γνωριμίες των σαλονιών (Xenop) |
- η τέχνη .. συνθέτει και πλάθει τις άπειρες "ιδέες", που εκφράζουν, πάντα ανανεώνοντας και πλουτίζοντάς την την μιαν υπέρτατην ιδέα της ωραιότητας (Tsatsos)
- ④ change, replace (near-syn αλλάζω):
- ~ τον αέρα του δωματίου |
- πολλές εταιρίες ανανεώνουν συχνά το προσωπικό τους |
- ελέγχουν τις μηχανές και ανανεώνουν τα καύσιμα των αεροπλάνων (Charis) |
- συνόδεψε το κλιμάκιο που θ' ανανέωνε τη φρουρά στα φυλάκια (TAthanasiadis)
- ⑤ repeat, renew (near-syn επαναλαμβάνω):
- ~ την προσπάθειά μου |
- ανανέωσε την προσφορά μου για αντιπαροχή
- ⑥ techn t. renew (of permit etc) (near-syn παρατείνω):
- ~ την άδεια, τη μίσθωση, το συμβόλαιο, το διαβατήριο
- Ⓑ mi
- ⑦ be renewed, renovated, regenerated (syn ανακαινίζομαι, αναγεννιέμαι):
- το ξεριζωμένο χόρτο ανανεώνεται |
- η επιστήμη ανανεώνεται |
- ο κόσμος .. ανανεώθηκε, θεοί κι άνθρωποι φωτίστηκαν με νέο φως |
- η ζωή .. εξακολουθεί να υπάρχει ακριβώς γιατί αδιάκοπα ανανεώνεται (Chatzinis)
[fr MG ανανεώνω ← ByzG ανανεώ ← K (pap, 2nd c. BC-7th c.), PatrG ἀνανεῶ ← AG ἀνανεῶ (-όω)]