Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανανεωμένος, -η, -ο [ananeoménos]
- ① lit & fig renewed (near-syn ανακαινισμένος):
- γύρισε από την εξοχή με ανανεωμένα τα κύτταρα και αλαφρωμένη την ψυχή |
- ανανεωμένη έκδοση του λεξικού |
- ανανεωμένη εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως renewed mandate to form a government
- ② innovated (near-syn αναμορφωμένος):
- μια ηθοποιός εντελώς ανανεωμένη |
- ανανεωμένη παράδοση, επιστημονική παραγωγή |
- επανατοποθέτηση του έργου με ανανεωμένα κριτήρια |
- συγγραφείς που γνωρίζουν ανανεωμένη άνθηση |
- εθνική ζωή ανανεωμένη, ελπιδοφόρα, γεμάτη από προμηνύματα και .. πραγματοποιήσεις μιας ελληνικής Aναγέννησης (Theotokas)
- ⓐ refreshed, invigorated, restored (syn τονωμένος, αναζωογονημένος, δυναμωμένος):
- γύρισε με ανανεωμένες δυνάμεις |
- νοιώθει ~, φρέσκος φρέσκος |
- βγαίναμε δροσισμένοι, χαρούμενοι, ανανεωμένοι στην ακτή (Petsalis)
[ppp of ανανεώνω]
- ① lit & fig renewed (near-syn ανακαινισμένος):