Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανανδρία η [ananδría] Ο25α : α.η ιδιότητα του άνανδρου, η έλλειψη ανδρείας, θάρρους μπροστά στον κίνδυνο και συνήθ. επιθετική στάση εναντίον των αδυνάτων ή εκεί όπου υπάρχει ατιμωρησία: Έδειξαν ~ στην κρίσιμη ώρα της μάχης. H ~ είναι ίδιον των θρασύδειλων. β. ενέργεια ή συμπεριφορά άνανδρου ανθρώπου: Aυτό που έκανες, να τα βάλεις με έναν ανυπεράσπιστο, είναι ~.
[λόγ. < αρχ. ἀνανδρία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανανδρία [anan∂ría] η, (& D αναντρία) (L)
- cowardice, cowardliness, pusilanimity, unmanliness (syn δειλία, ant ανδρεία, γενναιότητα):
- τον κατηγόρησαν για ~ |
- κυριεύτηκε από το αίσθημα της αναντρίας |
- ο Π. σαρκάζει την ~ των υπουργών |
- από ~ έσκυψες ταπεινά το κεφάλι και παραδόθηκες (Papanoutsos) |
- η αμάθεια, η τεμπελιά, .. η ~ πάντοτε οδηγούν στην καταστροφή (Vrettakos) |
- ο Xίτλερ υπελόγιζε στην ~ των άλλων (Terzakis) |
- ποιητής .. με δόσιν ικανήν αβουλίας, ανανδρίας μα και φαντασίας (Palam)
- ⓐ cowardly, dastardly act, cowardice, baseness (syn άνανδρη πράξη):
- η σιωπή είναι ~ |
- έγκλημα ασυγχώρητο, ~ φριχτή |
- η εκδίκηση .. με τον κατώτερό σας είναι ~ |
- στρατιώτες σε μιαν υπόθεση άδικη και άνιση που έφτανε ως την ~ (Tsirpanlis)
[fr kath ανανδρία ← K, AG ἀνανδρία]
- cowardice, cowardliness, pusilanimity, unmanliness (syn δειλία, ant ανδρεία, γενναιότητα):