Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανανέωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανανέωση η [ananéosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανανεώνω. 1α. αντικατάσταση του παλιού και φθαρμένου με κτ. άλλο καινούριο: Ο ρουχισμός / η επίπλωση χρειάζεται ~. H ~ του πολεμικού υλικού. β. ριζική μεταβολή, αναμόρφωση ή εκσυγχρονισμός: H ~ του συστήματος διδασκαλίας. H ~ του ενημερωτικού υλικού. || Είναι απαραίτητη η ~ του δασκάλου / του πολιτικού. γ. αντικατάσταση ενός προσώπου από κάποιο άλλο νεότερο, με πιο σύγχρονες αντιλήψεις και γνώσεις: Θα γίνει σταδιακή ~ όλου του προσωπικού. H ~ των στελεχών του κόμματος. δ. ~ των γενεών, στη δημογραφία, οι γεννήσεις που αντικαθιστούν τους θανάτους. 2. αναζωογόνηση, επανάκτηση σωματικών ή ψυχικών δυνάμεων: H ~ του οργανισμού / του δέρματος. Xρειάζομαι ~. 3α. επαναβεβαίωση: H ~ των όρκων / της υπόσχεσης. ~ της φιλίας, αναθέρμανση. β. παράταση ισχύος: ~ συμβολαίου / της άδειας οδήγησης / της απόσπασης διδακτικού προσωπικού για το επόμενο έτος.

[λόγ. < αρχ. ἀνανέω(σις) -ση (2: ελνστ. σημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανανέωση [ananéosi] η, gen ανανεώσεως (& D ανανέωσης), pl ανανεώσεις
  • ① lit & fig renewal:
    • η ~ του αίματος |
    • η αιώνια ~ της ζωής |
    • το αισιόδοξο μήνυμα που έρχεται .. από την ~ του φυσικού κόσμου (Fteris) |
    • (η ανθρώπινη ψυχή) κρύβει .. μιαν ικανότητα για ανανεώσεις (Theotokas) |
    • ο σημερινός πολιτισμός .. απαιτεί έναν σκληρό και συνεχή αγώνα για ενημέρωση και ~ (Chatzinis)
  • ② innovation, reform (syn αναμόρφωση,:
    • βαρυσήμαντες ανανεώσεις στον τομέα των φυσικών επιστημών |
    • εποχή ανανέωσης των ηθικών αξιών |
    • κάποιο στοιχείο ανανεώσεως είναι απαραίτητο σε κάθε συναυλία (Yatras) |
    • η επτανησιώτικη σχολή .. παρουσιάζει έλλειψη ανανέωσης, έναν κόσμο κλειστό, που ολοένα φτωχαίνει και σβήνει (Dimaras)
  • ③ fig refreshment, restoration, revival (syn τόνωση, αναζωογόνηση):
    • ~ των δυνάμεων, του πάθους, των ενδιαφερόντων, της φιλίας, του πατριωτικού ιδανικού |
    • κρατιέται ζωντανή η συζήτηση με την αδιάκοπη ανανέωσή της (Myriv) |
    • τα λογοτεχνικά κινήματα .. συνετέλεσαν πάντοτε σε ανανεώσεις, σε αναγεννήσεις (Chatzinis) |
    • αυτή η κρίση (του πολιτισμού) μπορεί να φέρει την παρακμή του, αλλά και την ανανέωσή του (Evelpidis) |
    • ένα ποτήρι κρασί με τους απλούς ανθρώπους του λαού είναι ξεκούραση και ~ (Melas)
  • ④ change, replacement (syn αλλαγή):
    • η ανανέωσις του αέρος (L) |
    • η επιτροπή χρειάζεται ~ the committee needs new blood
  • ⑤ techn t. renewal (of permit etc) (near-syn παράταση):
    • ~ της άδειας |
    • ~ της μισθώσεως renewal of the lease |
    • ~ του συμβολαίου |
    • ~ του διαβατηρίου

[fr kath ανανέωσις ← MG ανανέωσις ← K (pap, 2nd c. BC-7th c.), PatrG ← AG ἀνανέωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες