Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανανάς ο [ananás] Ο1 : καρπός του ομώνυμου τροπικού φυτού, με χυμώδη, υπόξινη και αρωματική κίτρινη σάρκα και με σκληρό φολιδωτό και αγκαθωτό περίβλημα που καταλήγει σε θύσανο: Xυμός ανανά. Tούρτα ανανά. || ποτό από χυμό ανανά.
[λόγ. < γαλλ. ananas (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανανάς [ananás] ο, pl ανανάδες bot
- pineapple, ananas, Ananas comosus (also Ananas or Ananassa sativa):
- φυτεία ανανάδων pinery |
- φλούδες από ανανάδες |
- παράδεισος από τους ανανάδες, αγκαθωτούς, σπαθάτους και κεραμιδένιους (Papatsonis)
[fr Fr ananas ← Span ← Portugu. modif. of Guarani nana]
- pineapple, ananas, Ananas comosus (also Ananas or Ananassa sativa):