Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμόχλευση η [anamóxlefsi] Ο33 : η ενέργεια του αναμοχλεύω, η ανακίνηση μιας παλαιάς και συνήθ. ξεχασμένης δυσάρεστης κατάστασης: Πρέπει να αποφεύγεται η ~ των παλαιών διαφορών.
[λόγ. < μσν. αναμόχλευ(σις) `διατάραξη΄ -ση < αναμοχλεύ(ω) -σις κατά τη σημ. της λ. αναμοχλεύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμόχλευση [anamóxlefsi] η, (& D αναμόχλεψη, L αναμόχλευσις) pl αναμοχλεύσεις
- ① (act of) turning up or over, scratching, stirring up, poking up (syn ανακίνηση 1,
- ② fig rummaging, ransacking, going deep into, research (near-syn έρευνα, ψάξιμο):
- ~ των περασμένων περιστατικών |
- η ~ της όλης ιστορίας |
- θρησκευτικές αναμοχλεύσεις |
- προβλέπουμε, μέσα στη βαθύτατη αυτήν ~ της οικονομίας μιαν ανατοποθέτηση της Eλλάδας (Tsatsos) |
- ~ της ψυχής ενός κόσμου που πειραματίζεται (Theotokas) |
- ο σκοπός της (της πνευματικής ζωής) .. είναι η εξέταση, η ~, όχι η λύση των προβλημάτων (Thrylos) |
- η σκέψη .. επιχειρεί νέα ~, προσπαθεί να αποκτήσει νέα συνείδηση του εαυτού της (Tatakis)
- ⓐ bringing up, raising (a subject, a problem, a question etc) (syn ανακίνηση 2):
- η ~ του ζητήματος |
- η ~ της ιδέας του ρατσισμού |
- έργο κριτικής και αναμόχλευσης των ιδεών επιτελούν .. τα περιοδικά (Dimaras)
- ③ (act of) exciting, rousing, stimulating (syn in αναζωπύρωση):
- παραπέμπεται για ~ πολιτικών παθών |
- βίαιη ~ του πνευματικού περιεχομένου της εθνικής ζωής (Chourmouzios)
[fr kath αναμόχλευσις ← MG αναμόχλευσις, der of K, AG ἀναμοχλεύω]