Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμφισβήτητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναμφισβήτητος -η -ο [anamfizvítitos] Ε5 : για κτ. που δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς, να έχει αντιρρήσεις για την ορθότητά του ή για την αξία του. ANT αμφισβητούμενος: H συμβολή του M. Aλεξάνδρου στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού είναι αναμφισβήτητη. H αξία του / η επιτυχία του είναι αναμφισβήτητη. Δεν μπορείς να αγνοήσεις αναμφισβήτητα γεγονότα. || είναι αναμφισβήτητο (ότι…): Είναι αναμφισβήτητο ότι, χωρίς τη βοήθειά του, δε θα είχαμε κατορθώσει τίποτε. Aυτός είναι ο ένοχος, είναι αναμφισβήτητο. αναμφισβήτητα ΕΠIΡΡ: Ο Σολωμός είναι ~ μεγάλος ποιητής. ~ έχεις δίκιο.

[λόγ. < αρχ. ἀναμφισβήτητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμφισβήτητος, -η, -ο [anamfizvítitos] (L)
  • beyond (or past) dispute, indisputable, unquestionable, indubitable, incontestable (syn αναμφίλεκτος, αναμφίβολος, ant αμφιλεγόμενος, αμφισβητήσιμος or αμφισβητούμενος):
    • αναμφισβήτητη αλήθεια, απόδειξη, διαπίστωση |
    • αναμφισβήτητες ενδείξεις |
    • αναμφισβήτητο συμπέρασμα |
    • αναμφισβήτητο δικαίωμα unchallenged right |
    • γεγονός αναμφισβήτητο unquestionable fact, i.e. hard fact |
    • γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι (or πως) κλ |
    • επιτυχία, υπεροχή αναμφισβήτητη |
    • έργο αναμφισβήτητης αξίας |
    • αναμφισβήτητο κύρος indisputable authority |
    • νόμοι καθολικού και αναμφισβήτητου κύρους |
    • η ομοιότητα μεταξύ τους είναι αναμφισβήτητη the resemblance is indisputable |
    • αναμφισβήτητο θάρρος, αναμφισβήτητο ταλέντο, αναμφισβήτητες ικανότητες |
    • βιβλία με αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία |
    • αναμφισβήτητα αριστουργήματα |
    • αναμφισβήτητοι απόγονοι των αρχαίων |
    • αναμφισβήτητη αυθεντικότητα authenticity |
    • αναμφισβήτητη επίδραση είχαν στην ιταλική Aναγέννηση τρεις Έλληνες (Evelpidis) |
    • στα πνευματικά προβλήματα δεν υπάρχουν θετικές κι αναμφισβήτητες λύσεις (Thrylos) |
    • πρέπει ν' αμφιβάλλωμε και για ό,τι ως τώρα εθεωρούσαμε απόλυτα βέβαιο και αναμφισβήτητο (Theodorakop) |
    • phr είναι αναμφισβήτητο it is beyond argument |
    • είναι αναμφισβήτητο πια πως πολλές από τις γνώσεις που προσφέρει η παιδεία .. έχουν παλιώσει (Panagiotop)

[fr LMG (Somavera) αναμφισβήτητος ← MG αναμφισβήτητος ← PatrG, LK (pap, 1st/6th c.), AG ἀναμφισβήτητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες