Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναμφίβολος, επίθ.
-
- Που δεν προκαλεί αμφιβολία, βέβαιος:
- Tα πράγματα … που μέλλουσι … αναμφίβολα στον κόσμον να γενούσι (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [908]).
[μτγν. επίθ. αναμφίβολος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν προκαλεί αμφιβολία, βέβαιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμφίβολος -η -ο [anamfívolos] Ε5 : που δε δημιουργεί αμφιβολίες, για την ορθότητα ή για την έκβαση του οποίου είναι κανείς βέβαιος. || είναι αναμφίβολο (ότι
), δε χωράει αμφιβολία: Είναι αναμφίβολο ότι η προσπάθειά μας θα πετύχει. Θα πετύχουμε, αυτό είναι αναμφίβολο.
αναμφίβολα & (λόγ.) αναμφιβόλως ΕΠIΡΡ: H εκβιομηχάνιση βοήθησε ~ την οικονομία της χώρας, αναμφισβήτητα. ~, θα πετύχουμε. [λόγ. < ελνστ. ἀναμφίβολος, ἀναμφιβόλως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμφίβολος, -η, -ο [anamfívolos] (L)
- indubitable, doubtless, unambiguous (syn αναμφισβήτητος,:
- αναμφίβολο αποτέλεσμα, δικαίωμα, γεγονός, θαύμα |
- αναμφίβολη εμπειρία |
- αναμφίβολη αξιωματική πρόταση |
- η ανατολική προέλευση του Aπόλλωνα .. αποδείχνεται αναμφίβολη (Kakridis Nilsson transl) |
- αναμφίβολο είναι ότι οι Έλληνες μέσα σ' αυτό το πολυδύναμο γίγνεσθαι της Eυρώπης είναι η μοναδική αληθινή μεγαλοφυΐα (Theodorakop)
[fr MG, LMG (Somavera) αναμφίβολος ← K, PatrG ἀναμφίβολος]
- indubitable, doubtless, unambiguous (syn αναμφισβήτητος,: