Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμπουμπούλα η [anabubúla] Ο25α : αναστάτωση, φασαρία που επικρατεί σε ένα χώρο, όταν πολλοί άνθρωποι κινούνται και ενεργούν ασυντόνιστα ή υπό το κράτος του πανικού: Mέσα στην ~ της μετακόμισης δε θυμάμαι πού έβαλα την τσάντα μου. Kαθώς φεύγαμε βιαστικά, μέσα στην ~ ξέχασα τα κλειδιά. ΠAΡ Ο λύκος στην ~ χαίρεται, για άνθρωπο που εκμεταλλεύεται ανώμαλες καταστάσεις για προσωπικό όφελος.
[< αναμπαμπούλα με υποχωρ. αφομ. [a-u > u-u] < βεν. επίρρ. ala babala ( [-balá] ) `στο βρόντο΄ (ηχομιμ.) με ανομ. [l-l > n-l] ή παρετυμ. ανα- και εισαγωγή του επιθήματος -ούλα]