Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμπαίζω [anambézo] -ομαι Ρ2.2 : (λαϊκότρ.) περιγελώ, εμπαίζω.
[μσν. αναμπαίζω < ανεμπαίζω < αν(α)- εμπαίζω με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος ανα-]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναμπαίζω,
- βλ. ανεμπαίζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμπαίζω [anambézo] (& ανεμπαίζω) aor ανάμπαιζα region. & lit
- mock (at), ridicule, scoff (syn in αναγελώ):
- ένοιωσε πως ο καλόγιρας ανάμπαιζε κι αναψοκοκκίνισε (Vlami) |
- poem .. με γέλασε, με αδίκησε. Kαλά τη μια, μα κι άλλη | δε με αναμπαίζει με τα λόγια του (Homer Il 9.376 Kaz-Kakr) |
- κι ανοίγα απ' τη χοχλακιστή οργή του κεφαλιού μου οι δέσες- | τι ολούθε ξέκρινα τους άνομους θεούς να με αναμπαίζουν (Kazantz Od 2.242)
[fr MG αναμπαίζω, ανεμπαίζω, this fr pref αν- (ανα-) & (AG, K) ἐμπαίζω]
- mock (at), ridicule, scoff (syn in αναγελώ):