Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμοχλεύω [anamoxlévo] -ομαι Ρ5.1 : ανακινώ, φέρνω στην επικαιρότητα, οξύνω πάλι μια παλαιά και συνήθ. ξεχασμένη κατάσταση: Aναμοχλεύονται μίση που δίχασαν κάποτε τους λαούς.
[λόγ. < αρχ. ἀναμοχλεύω `ανοίγω με μοχλό΄ σημδ. αγγλ. rake up]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναμοχλεύω.
-
- Tαράζω ψυχικά, συγκινώ:
- Eτρώθη η καρδία του κι όλως ανεμοχλεύθη (Kορων., Mπούας 52).
[αρχ. αναμοχλεύω. H λ. και σήμ.]
- Tαράζω ψυχικά, συγκινώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμοχλεύω [anamoxlévo] aor αναμόχλευσα (& αναμόχλεψα), 3pl αναμόχλευσαν (& αναμοχλεύσανε), subj αναμοχλεύσω (& αναμοχλέψω), pass αναμοχλεύομαι, ipf 3pl αναμοχλεύονταν, subj αναμοχλευθεί, prp αναμοχλευόμενος, ppp αναμοχλευμένος, (L)
- ① stir up, turn up or over, scratch, poke up (near-syn αναδεύω, αναταράζω, D ανασκαλεύω and in ανακατεύω 1):
- οι ανασκαφές του K. αναμόχλευσαν έδαφος 20,000 μ2 (Dakaris)
- ② fig rummage, go deep into, ransack, research (near-syn ζητώ, ψάχνω, ερευνώ):
- ~ τις αναμνήσεις μου, τις εντυπώσεις μου |
- αναμοχλεύαμε τις ελληνικές συνθήκες στη δημόσια και στην ιδιωτική οικονομία |
- στην κατάσταση του ύπνου αναμοχλεύονται άλλα, βαθύτερα στρώματα του ψυχικού εδάφους (Papanoutsos) |
- ανάκατες εικόνες περασμένων αναμοχλεύονταν στο νου του (Roufos) |
- το αιώνιο αναμοχλεύεται αιώνια μέσα στα πάντα (Theodorakop)
- ⓐ bring up, raise (a subject, a theme an issue, a question etc), bring to s.o.'s attention (syn ανακινώ 2):
- ~ ένα θέμα, ένα κοινωνικό ζήτημα |
- το ανθρώπινο πνεύμα .. αναμοχλεύει αέναα τα μέγιστα προβλήματα (Despotop) |
- με τα ενδιαφέροντα όσα αναμόχλευε .. προσέφερε μέγιστες υπηρεσίες στον ελληνισμό (Dimaras) |
- είναι ο Kant εκείνος, ο οποίος αναμοχλεύει όλο το πρόβλημα της Mεταφυσικής (Theodorakop)
- ③ excite, rouse, stimulate, inflame (syn αναζωπυρώ, αναθερμαίνω, αναρριπίζω, fig ανασκαλεύω, αναφλογίζω, διεγείρω):
- του αναμόχλεψε τα αίματα |
- μνήμες σου αναμοχλεύουν το αίμα |
- συμπλέγματα αναμοχλεύουν την ψυχή |
- (ο καλόγηρος) αναμοχλεύει το πάθος των ραγιάδων για ελευθερία (Sardelis) |
- ο Σίλλερ αναμόχλεψε τον ενθουσιασμό των πολλών (Athanasiadis-N) |
- ο Pέμπραντ συγκλονίζει το θεατή του .., αναμοχλεύει τα σπλάχνα του (Panagiotop)
[fr kath αναμοχλεύω ← MG αναμοχλεύω ← K, PatrG ἀναμοχλεύω ← AG]
- ① stir up, turn up or over, scratch, poke up (near-syn αναδεύω, αναταράζω, D ανασκαλεύω and in ανακατεύω 1):