Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμορφώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναμορφώνω [anamorfóno] -ομαι Ρ1 : δίνω σε κτ. νέα, βελτιωμένη μορ φή. α. (συνήθ. για αφηρ. ουσ.) αλλάζω ριζικά ένα θεσμικό πλαίσιο, το θέτω σε νέες βάσεις: ~ την παιδεία. Θα αναμορφωθεί το σωφρονιστικό σύστημα. || Θα αναμορφωθεί η περιοχή της κεντρικής αγοράς της πόλης, θα αναπλαστεί. β. βελτιώνω με τα κατάλληλα μέτρα τη συμπεριφορά και γενικά την προσωπικότητα κάποιου παραστρατημένου, νεαρού συνήθ., ατόμου.

[λόγ. < ελνστ. ἀναμορφ(ῶ) `διαμορφώνω ξανά΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. réformer]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμορφώνω [anamorfóno] ipf αναμόρφωνα, aor αναμόρφωσα, subj αναμορφώσω, pass αναμορφώνομαι, ipf 3pl αναμορφώνουνταν, aor αναμορφώθηκα, subj αναμορφωθώ, ppp αναμορφωμένος, (L)
  • reform, restore, renew (near-syn ανακαινίζω, ανανεώνω, ανασκευάζω, αναδιοργανώνω):
    • το έργο αναμόρφωσε τον τόπο |
    • ο ναός αναμορφώθηκε, ύστερ' από μια πυρκαϊά |
    • η δημιουργικότητα, η θρησκεία αναμορφώνει τον άνθρωπο |
    • τα αφηγήματα αυτά .. αναμορφώθηκαν στα τέλη του IE΄ αιώνα (Kanellop) |
    • αναμόρφωνε ο M. το ναό .. στεφανώνοντάς τον μ' έναν εξωτερικά δεκαεξάπλευρο τρούλο (id.) |
    • να αναμορφώσομε ("εκ βάθρων" όπως λέμε) αυτό τον οργανισμό (Papanoutsos) |
    • νέα ζωογόνα πνοή .. που τείνει ν' αναμορφώσει κράτος και κοινωνία (Vacalop) |
    • γύρευαν ν' αναμορφώσουν την πολιτεία με τις ίδιες τους τις δυνάμεις (Roufos) |
    • είχαν πρωτανέβει στις πανεπιστημιακές έδρες με ιδανικό να τις αναμορφώσουν (Karantonis) |
    • οι μορφές .. πρέπει να αναμορφώνονται για να επιζούν οι αξίες (Michelis)

[fr MG, PatrG ἀναμορφῶ (-όω), cpd of AG μορφώ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες