Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμορφωτήριο το [anamorfotírio] Ο40 : ειδικό ίδρυμα όπου ζουν υπό επιτήρηση και όπου εκπαιδεύονται παραστρατημένα παιδιά: Tο δικαστήριο ανηλίκων αποφάσισε την εισαγωγή του σε ~. Tον έκλεισαν / τον έβαλαν στο ~.
[λόγ. αναμορφω- (δες αναμορφώνωβ) -τήριον μτφρδ. αγγλ. reform school, reformatory]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμορφωτήριο [anamorfotírio] το, (L)
- ① reformatory school (for juvenile convicts), reformatory (syn αναμορφωτικό κατάστημα, αναμορφωτική φυλακή ανηλίκων):
- τον έκλεισαν σε ~ |
- τέτοια οδύσσεια απ' το ~ στην Kορυφή (PIoannidis)
- ② milit rehabiliation center (syn κέντρο αναμορφώσεως, αναμορφωτική φυλακή)
[fr kath αναμορφωτήριον, neol (Koumanoudis), der of αναμορφώ (-όω)]
- ① reformatory school (for juvenile convicts), reformatory (syn αναμορφωτικό κατάστημα, αναμορφωτική φυλακή ανηλίκων):