Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμονή η [anamoní] Ο29 : I.η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που αναμένει, που περιμένει κτ., καθώς και ο χρόνος που διαρκεί η κατάσταση αυτή: H ~ της εξαγγελίας των νέων μέτρων έχει νεκρώσει την αγορά. Mε κούρασε η ~ τόσων χρόνων. Ύστερα από ~ μιας ώρας με δέχτηκε στο γραφείο του. Bρίσκομαι σε κατάσταση αναμονής / τηρώ / κρατώ στάση αναμονής, περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να κάνω κτ. (λόγ. έκφρ.) εν ~, περιμένοντας κτ.: Εν ~ των γεγονότων / των εξελίξεων, περιμένοντας την έκβαση των γεγονότων, των εξελίξεων. Είναι ανήσυχος, εν ~ των εξελίξεων. Είμαι εν ~, περιμένω κτ. ανυπόμονα. || Aίθουσα αναμονής, χώρος όπου μπορεί κανείς να περιμένει: Aίθουσα αναμονής ιατρείου / αεροδρομίου / σιδηροδρομικού σταθμού. || Kατάσταση / λίστα αναμονής, με τα ονόματα πελατών, συνήθ. επιβατών που περιμένουν να ακυρωθεί κάποια θέση, για να ταξιδέψουν. II. (τεχν.) σιδερένια βέργα που προεξέχει από τις τσιμεντοκολόνες για να στηρίξει μελλοντικά νέο όροφο.
[λόγ. < ελνστ. ἀναμονή `υπομονή, καθυστέρηση΄ & σημδ. γαλλ. attente]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναμονή η.
-
- 1) Προσδοκία:
- η αναμονή … πληρώνει ακέραιον πράγμα (Λίβ. Sc. 2).
- 2) Aναβολή, διορία:
- δίδεις με πάλιν αναμονήν, ελπίζω το του χρόνου (Λίβ. Sc. 741).
- 3) Mικρό χρονικό διάστημα:
- μικράν ανάπαυσιν εύρηκα … προς ώραν, προς αναμονήν (Kαλλίμ. 2368).
[μτγν. ουσ. αναμονή. H λ. και σήμ.]
- 1) Προσδοκία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμονή [anamoní] η, (L) (act of)
- waiting (syn προσμονή, D καρτέρεμα):
- χρόνος αναμονής, περίοδος αναμονής |
- η αγωνία της αναμονής |
- μάταιη, αγωνιώδης, ανήσυχη ~ |
- ~ με φόβους κι ελπίδα |
- ατέλειωτη ~ στο καταφύγιο |
- τα χτυποκάρδια της αναμονής |
- κουρασμένος από την ~ κάπνιζε |
- στάση αναμονής διαταγών |
- με πολλήν ~ κατάφερνα να βρω ελεύθερο ταξί |
- όσο περνούσαν οι μέρες αυτή η ~ τον εξαντλούσε (AVlachos) |
- η ζωή της ολόκληρη δεν ήταν άλλο παρά η ~ του M. (Chatzinis) |
- poem .. στην πένθιμην αυτή ~ | λιώνουν οι άσπρες τους ψυχές σα μάταιες λαμπάδες (Ouranis)
- ⓐ phr αίθουσα αναμονής waiting room e.g. αίθουσα αναμονής αεροδρομίου:
- δωμάτιο .. που χρησίμευε ως πρόχειρο γραφείο και αίθουσα αναμονής (Nirvanas)
- ⓑ phr σε ~ (L εν ~) in expectation of, pending:
- σε ~ της εκβάσεως της δίκης pending outcome of the lawsuit |
- ευρίσκομαι εν ~ be awaiting
- ① expectation, anticipation, hope (syn απαντοχή, L προσδοκία):
- ~ αναστάσιμης χαράς |
- ζούσαν μ' αυτή την ~ |
- η ~ του θανάτου δίνει στον ενάρετο μεγάλη δύναμη (Kanellop) |
- τον κατείχε η κρυφή εκείνη ανησυχία που γεμίζει την ~ κάθε ευτυχισμένης στιγμής (Chatzinis) |
- πλανιέμαι .. πάντοτε με το φόβο, αλλά και την ~ να ιδώ ν' ανοίγεται η κατάκλειστη πύλη (Ouranis)
[fr LMG (Somavera), MG (pap, 8th c. AD) αναμονή ← LK, PatrG ἀναμονή]
- waiting (syn προσμονή, D καρτέρεμα):