Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμνηστικός -ή -ό [anamnistikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με την ανάμνηση, που είναι κατάλληλος για να ξαναφέρνει ή να διατηρεί στη μνήμη ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός: Aναμνηστικές φωτογραφίες από σχολική εκδρομή. Aναμνηστικά γραμματόσημα, που εκδίδονται με την ευκαιρία ενός σημαντικού γεγονότος, όπως π.χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες, και που έχουν παραστάσεις σχετικές με το γεγονός που εορτάζεται ή με το πρόσωπο που τιμάται. Στον τόπο όπου έγινε η νικηφόρα μάχη στήθηκε αναμνηστική στήλη. Aναμνηστικά μετάλλια. β. (ιατρ.): ~ εμβολιασμός, επαναληπτικός. 2. (ως ουσ.) το αναμνηστικό: α. αντικείμενο που μας θυμίζει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ή κάποιο ευχάριστο συνήθ. γεγονός και που συνήθ. είναι κατασκευασμένο ειδικά για το σκοπό αυτό· ενθύμιο: Έχω πολλά αναμνηστικά από τα ταξίδια μου στο εξωτερικό, σουβενίρ. Mετά τη λήξη του σχολικού έτους οι μαθητές αντάλλαξαν αναμνηστικά. β. (ιατρ.) ιστορικό1.
[λόγ.: 1, 2α: αρχ. ἀναμνηστικός `κατάλληλος για ανάκληση στη μνήμη΄ & σημδ. γαλλ. commémoratif, remémoratif· 2β: σημδ. γαλλ. anamnèse (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀνάμνησις]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμνηστικός, -ή, -ό [anamnistikós]
- reminiscent, memorial, commemorative (syn υπομνηστικός):
- αναμνηστική συγκέντρωση |
- αναμνηστικό μετάλλιο, λεύκωμα |
- αναμνηστική πλάκα, στήλη, σειρά γραμματοσήμων |
- αναμνηστικό άγαλμα |
- αναμνηστικά αρχιτεκτονήματα |
- αναμνηστικά αντικείμενα, κειμήλια, στεφάνια |
- αναμνηστικές φωτογραφίες |
- αναμνηστική έκθεση ζωγραφικής |
- αναμνηστική θεατρική παράσταση |
- αναμνηστική έκδοση memorial publication |
- ~ τόμος memorial volume |
- αναμνηστικό τεύχος (περιοδικού κλ) |
- μουσεία αναμνηστικά, δηλαδή αφιερωμένα στη μνήμη των μεγάλων φυσιογνωμιών του παρελθόντος (Panagiotop) |
- του είχαν λεηλατήσει κάποιο σπιτάκι της Iθάκης με αναμνηστικούς θησαυρούς (Athanasiadis-N) |
- έργο .. αναμνηστικό της μεγάλης στιγμής της απονομής εξουσίας σ' έναν αξιωματούχο (Tsitouridou)
- ① med phr αναμνηστικό εμβόλιο an injection of antigen given after completion of a primary course of immunization, booster:
- έκαμα αναμνηστικό εμβόλιο
[fr kath K (Galen, 2nd c. AD) ἀναμνηστικός ← AG]
- reminiscent, memorial, commemorative (syn υπομνηστικός):