Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμνηστικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναμνηστικό [anamnistikó] το,
  • ① something that reminds by association, reminder, souvenir, remembrance (syn ενθύμημα, θυμητικό):
    • αναμνηστικά της εκστρατείας, του αγώνα της ανεξαρτησίας |
    • αναμνηστικά από αρχαίους τάφους προσφιλών νεκρών |
    • έκθεση αναμνηστικών |
    • ο ταξιδιώτης θα βρει πολλά αναμνηστικά της παράδοσης και της ομορφιάς της Hπείρου (Venezis) |
    • τα κεριά ανήκουν σε μέλη που έχουν πεθάνει· τα τοποθετούμε εδώ για αναμνηστικά τους (Karantonis)
  • ⓐ souvenir, keepsake, reminder, memento (syn ενθύμιο, σουβενίρ, θυμητάρι):
    • αναμνηστικά του τόπου, του παλιού καιρού, των παιδικών του χρόνων |
    • μικρά αναμνηστικά που κρατούσαν επάνω τους, μια φωτογραφία, μια επιστολή κλ (Palaiologos) |
    • εννοούσε την κάμαρά της .. με τα δικά της λίγα μα διαλεχτά κομψοτεχνήματα κι αναμνηστικά (Xenop)
  • ② = ανάμνηση 3:
    • καλότυχοι οι νεκροί που αφήνουν τέτοια αναμνηστικά |
    • μαχόμενο πνεύμα, που διατηρεί έντονα αναμνηστικά από την Eπανάσταση (Argyriou) |
    • τυχαίνει να γράφουμε τούτα τα αναμνηστικά .. στην Aίγινα (Karantonis) |
    • τελειώνοντας τώρα, αντί για άλλο ~, θα σας ξαναπώ τα δύο μεγάλα μηνύματά του (Athanasiadis-N)
  • ③ med information concerning a patient and his background for use in analyzing his condition, anamnesis:
    • η επαφή της άρρωστης με το γιατρό αρχίζει με τη λήψη του αναμνηστικού (Louros)

[substantiv. n, der of AG, K, ἀναμνηστικός; cf syn τe Ξπομνηστικόν 'reminder' (pap, 4th-6th c. AD)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναμνηστικός -ή -ό [anamnistikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με την ανάμνηση, που είναι κατάλληλος για να ξαναφέρνει ή να διατηρεί στη μνήμη ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός: Aναμνηστικές φωτογραφίες από σχολική εκδρομή. Aναμνηστικά γραμματόσημα, που εκδίδονται με την ευκαιρία ενός σημαντικού γεγονότος, όπως π.χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες, και που έχουν παραστάσεις σχετικές με το γεγονός που εορτάζεται ή με το πρόσωπο που τιμάται. Στον τόπο όπου έγινε η νικηφόρα μάχη στήθηκε αναμνηστική στήλη. Aναμνηστικά μετάλλια. β. (ιατρ.): ~ εμβολιασμός, επαναληπτικός. 2. (ως ουσ.) το αναμνηστικό: α. αντικείμενο που μας θυμίζει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ή κάποιο ευχάριστο συνήθ. γεγονός και που συνήθ. είναι κατασκευασμένο ειδικά για το σκοπό αυτό· ενθύμιο: Έχω πολλά αναμνηστικά από τα ταξίδια μου στο εξωτερικό, σουβενίρ. Mετά τη λήξη του σχολικού έτους οι μαθητές αντάλλαξαν αναμνηστικά. β. (ιατρ.) ιστορικό1.

[λόγ.: 1, 2α: αρχ. ἀναμνηστικός `κατάλληλος για ανάκληση στη μνήμη΄ & σημδ. γαλλ. commémoratif, remémoratif· 2β: σημδ. γαλλ. anamnèse (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀνάμνησις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμνηστικός, -ή, -ό [anamnistikós]
  • reminiscent, memorial, commemorative (syn υπομνηστικός):
    • αναμνηστική συγκέντρωση |
    • αναμνηστικό μετάλλιο, λεύκωμα |
    • αναμνηστική πλάκα, στήλη, σειρά γραμματοσήμων |
    • αναμνηστικό άγαλμα |
    • αναμνηστικά αρχιτεκτονήματα |
    • αναμνηστικά αντικείμενα, κειμήλια, στεφάνια |
    • αναμνηστικές φωτογραφίες |
    • αναμνηστική έκθεση ζωγραφικής |
    • αναμνηστική θεατρική παράσταση |
    • αναμνηστική έκδοση memorial publication |
    • ~ τόμος memorial volume |
    • αναμνηστικό τεύχος (περιοδικού κλ) |
    • μουσεία αναμνηστικά, δηλαδή αφιερωμένα στη μνήμη των μεγάλων φυσιογνωμιών του παρελθόντος (Panagiotop) |
    • του είχαν λεηλατήσει κάποιο σπιτάκι της Iθάκης με αναμνηστικούς θησαυρούς (Athanasiadis-N) |
    • έργο .. αναμνηστικό της μεγάλης στιγμής της απονομής εξουσίας σ' έναν αξιωματούχο (Tsitouridou)
  • ① med phr αναμνηστικό εμβόλιο an injection of antigen given after completion of a primary course of immunization, booster:
    • έκαμα αναμνηστικό εμβόλιο

[fr kath K (Galen, 2nd c. AD) ἀναμνηστικός ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες