Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναμμένος, -η, -ο [anaménos]
  • ① emitting flame, burning, lit, alight, being on fire, turned on (syn αναφτός):
    • αναμμένα κεριά, αναμμένες λάμπες, ~ δαυλός, αναμμένα καντήλια, αναμμένες λαμπάδες, αναμμένο τζάκι |
    • έκαψε αναμμένη φωτιά στη στια |
    • τσιγάρο αναμμένο |
    • πετούσαν δυναμίτη με αναμμένο το φιτίλι |
    • κάπνιζε τ' αναμμένο θειάφι |
    • ο δήμος θα έχει απόψε τα ηλεκτρικά τόξα αναμμένα |
    • αυτοκίνητα με αναμμένα τα φώτα ομίχλης |
    • κρατώ τη μηχανή του αυτοκινήτου αναμμένη |
    • οι γεννήτορές μας .. κράτησαν αναμμένη τη λαμπάδα του πνεύματος (Papanoutsos) |
    • poem απλώσαν το καρύδι του λαιμού και τα παχιά γλυκάδια | στην αναμμένη θράκα να ψηθούν, την όρεξη ν' ανοίξουν (Kazantz Od 10.76) |
    • κι άναψε μέσα μου η φωτιά, με τρώει το πάθος, | καίγομαι σαν δαυλός ολόγυρα ~ (Rotas) |
    • phr κάθομαι σ' αναμμένα κάρβουνα sit on hot coals i.e. be in a difficult position
  • ② fig burning (with), being hot, fiery, excited, stimulated (syn L εξημμένος):
    • αναμμένο βλέμμα, αναμμένα μάτια |
    • βγήκε σαστισμένος, με αναμμένα τα μάγουλα |
    • έδειξε με την αναμμένη όψη του πως η πομονή του σώθηκε (Prevelakis) |
    • ήταν ~, παραδομένος στο πάθος (PGlezos) |
    • αναμμένοι απ' το πιοτό άντρες και γυναίκες ξεφαντώνουν (Papanoutsos)
  • ⓐ angry, enraged (syn οργισμένος):
    • ήρθε ~ |
    • ο λαός ~ δεν κόβει την θέλησίν του (Makryg) |
    • η (μουσική) κάνει .. τους αναμμένους να κατευνάζονται, το μίσος να μειώνεται (Kanellop)
  • ③ glowing, made red-hot, rendered incandescent (syn πυρακτωμένος):
    • αναμμένο σίδερο hot iron |
    • έπινε .. τις ιδέες της λευτεριάς, σαν το νερό η αναμμένη η άμμο (Vlami)
  • ④ rotten, decomposed (syn σάπιος):
    • τυρί αναμμένο

[ppp of ανάβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες