Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμηρυκάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναμηρυκάζω [anamirikázo] Ρ2.1α : (λόγ.) 1. (για χορτοφάγα ζώα) αναμασώ την τροφή, μηρυκάζω. 2. αναμασώ2.

[λόγ. < ελνστ. ἀναμηρυκ(ῶμαι) μεταπλ. -άζω κατά το μηρυκάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμηρυκάζω [anamirikázo] ipf αναμηρύκαζα, (L)
  • ① chew the cud, ruminate (of animals) (syn αναμασώ 1, αναχαράζω, μηρυκάζω):
    • οι καμήλες αναμηρυκάζουν κοιτώντας το κενό (Ouranis) |
    • μια συντροφιά .. αναμηρύκαζε το εδεσματολόγιο του πρόσφατου λουκούλλειου γεύματος (Floros) |
    • poem .. όταν βράδιαζε, | ήσυχα τα ποτάμια κ' οι αγελάδες αναμηρυκάζανε την ιστορία του κόσμου (Ritsos)
  • ② fig repeat, reiterate (syn ξαναμασώ fig):
    • αναμηρυκάζει παλιές, ξεπερασμένες θεωρίες |
    • γυρίζοντας σπίτι του ο K. αναμηρύκαζε τα πανικόβλητα λόγια του γυμνασιάρχη (AVlachos) |
    • ο κόσμος .. στάλιαζε στις πλατείες και στα καφενεία, αναμηρυκάζοντας απαισιόδοξες προβλέψεις και εικασίες (Ouranis) |
    • το βασανιστικό εγώ, .. που αναμηρυκάζει τις ντροπές, τις ταπεινώσεις, τα εγκλήματά του (Papanoutsos) |
    • η φιλολογική φλυαρία .. φαντάζεται ότι ημπορεί να αναμηρυκάσει σε ένα μακρόσυρτο αναμάσημα το περιεχόμενο ενός ζωντανού έργου (Georgoulis)

[fr kath αναμηρυκάζω, cpd of ανα- & AG μηρυκάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες