Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμετρώ [anametró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ούμαι Ρ10.9β : 1.(παθ.) σε μια σύγκρουση ή σε ανταγωνισμό παραβάλλω τις δυνάμεις μου με τις δυνάμεις του αντιπάλου: Tα πολιτικά κόμματα θα αναμετρηθούν στις προσεχείς εκλογές. Οι εθνικές ομάδες Ελλάδος και Γαλλίας θα αναμετρηθούν για το παγκόσμιο κύπελλο. Aναγκάστηκε να αναμετρηθεί με τους εκπροσώπους αναχρονιστικών αντιλήψεων. 2. υπολογίζω κτ. με προσοχή και από κάθε άποψη: Πρέπει να αναμετρήσουμε τους κινδύνους πριν αναλάβουμε την επιχείρηση. Δεν αναμέτρησες σωστά τις συνέπειες της πράξης σου. || Θα αναμετρήσουμε τις δυνάμεις μας, θα αναμετρηθούμε.
[λόγ.: 2: αρχ. ἀναμετρῶ `ξαναμετρώ προσεχτικά΄· 1: σημδ. του λαϊκού μετριέμαι & του γαλλ. se mesurer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμετρώ [anametró] 3sg αναμετρά & αναμετράει, 3pl αναμετράν & αναμετρούν, ipf αναμετρούσα, aor αναμέτρησα, mi αναμετριέμαι, 3pl αναμετριούνται & αναμετριόνται, ipf 3sg αναμετριόταν, 3pl αναμετριόνταν(ε), aor αναμετρήθηκα (L 2sg αναμετρήθης)
- ① count, recount, remeasure (syn υπολογίζω, καταμετρώ):
- αναμέτρησε τα φλουριά και του λείπανε δύο (Dimitrakos) |
- αναμετρούσα τις μέρες και παρακαλούσα το Θεό να με πάρει (Myrtiotissa) |
- poem βραδιάζει, ξημερώνει, | κ' εμείς ολοένα αναμετράμε | πόσα καράβια που ξεκίνησαν χωρίς εμάς (Melissanthi)
- ② estimate, consider, gauge, judge (near-syn μετρώ, ανιχνεύω, αναλογίζομαι):
- τον αναμέτρησε απ' την κορφή ως τα νύχια |
- αναμέτρησε το ύψος του μαντρότοιχου |
- ~ με το μάτι την απόσταση |
- αναμετράει τη ζημιά του |
- αναμετρούνε τον κίνδυνο, τον πόνο, το χαλασμό |
- ~ τις δυνάμεις μου με κ. measure one's strength against s.o. |
- ~ τις συνέπειες, τις περιστάσεις, την κατάσταση |
- αναμετρούσα το μέγεθος της ευθύνης, της δυστυχίας, της μοναξιάς του |
- αναμετράει τα γεγονότα, αναλογίζεται τη σημασία τους |
- αναμετρούσε τι έχασε και θλιβόταν |
- συλλογιζόταν κι αναμετρούσε κι αναρωτιόταν, τι είναι πιο σωστό, πιο σίγουρο να κάνει (Petsalis) |
- ανατρέχομε την ιστορική διαδρομή του έθνους μας, .. την αναμετρούμε και την επανατοποθετούμε μέσα στο σύνολο των γεγονότων της ιστορίας (Tsatsos) |
- poem ο στρατοκόπος που συνήθισε ν' αναμετρά το δρόμο του με τ' άστρα (Seferis)
- ③ call to mind, recall (syn ξαναθυμάμαι):
- καθισμένη εδώ, αναμετράει τη ζωή .. αναδρομίζοντας τη θύμηση (KPolitis) |
- τι να τα συλλογιέσαι τώρα .. και τι να τ' αναμετράς, τα όσα γίνανε! (Petsalis) |
- αναμέτρησε χρόνο με χρόνο, τα πενήντα τα χρόνια της άσκοπης ζωής του (Karvounis) |
- poem πέτρα στην πέτρα περπατώ, λιθάρι στο λιθάρι, | κι ~ τα λόγια σου - ψιλό μαργαριτάρι (Myriv)
- ④ mediop αναμετριέμαι, enter into competition (with), contend, compete (with), rival (s.o.), vie (w. s.o.) (syn αμιλλώμαι, αντιμετρώ 2, διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, παραβγαίνω):
- αναμετριέμαι με κ. measure o.s. against s.o. |
- αναμετρηθήκαμε με εχθρούς we have confronted enemies |
- άνθρωπος και ζώο κοιτάχτηκαν λίγες στιγμές σα δύο αντίπαλοι που αναμετριούνται (Ouranis) |
- τα παλιοντούφεκα που είχαν .. ήταν λιγοδύναμα για ν' αναμετρηθούν με τα πολυβόλα και τους όλμους (ChZalokostas) |
- εκεί .. αναμετρήθηκαν, για πρώτη φορά, οι πρώτοι αυθεντικοί Eυρωπαίοι με τη σκοτεινή δύναμη των ασιατικών όγκων (Theotokas) |
- poem στάθηκες άτρεμα, ψυχή, κι αναμετρήθης ίσια | με τα στοιχεία της φύσης όλα εσύ (Malakasis)
[fr MG αναμετρώ ← K (pap), PatrG ← AG αναμετρώ (-έω)]
- ① count, recount, remeasure (syn υπολογίζω, καταμετρώ):