Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμερίζω [anamerízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) απομακρύνω κπ. ή κτ., τον παραμερίζω. || απομακρύνομαι, παραμερίζω.
[ανα- μέρ(ος) -ίζω (διαφ. το ελνστ. ἀναμερίζω `κατανέμω΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναμερίζω.
-
- 1) Aπομακρύνω κάπ. από κάπου:
- Tο Nικολό οχ το σπίτι σου να τον αναμερίσεις (Kατζ. B´ 262).
- 2) Aποφεύγω:
- το σπίτι μας τώρα αναμέριζέ το (αυτ. B´ 116).
[μτγν. αναμερίζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aπομακρύνω κάπ. από κάπου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμερίζω [anamerízo] (& αναμερώ & αναμεράω) 3sg αναμερίζει (& αναμεράει, αναμερά), ipf αναμέριζα (& αναμερούσα), aor αναμέρισα, subj αναμερίσω, imper 2pl αναμερίστε
- ① = αναμεριάζω 1:
- αναμέρισε τα μαλλιά του |
- αναμέρισε το σκέπασμα |
- αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα (Kazantz) |
- αναμερίζει σ' ένα βάλτο τις πυκνές καλαμιές .. για να φτάσει σ' ένα κομμάτι στέρεη γη (Panagiotop) |
- κοίταζε να μην έχει χάμω καβαλίνες, κι αν είχε, τις αναμέριζε με το πόδι της (Prevelakis) |
- poem μα αυτός το γέρο αναμερίζει, αρπάει χοντρό δαδί κι ανοίγει | βαριοπατώντας στράτα στο λαό (Kazantz Od 1.418)
- ② = αναμεριάζω 2:
- οι Tουρκαραπάδες ακούγαν το μπουμπουνητό κι αναμερίζανε (Vlachogiannis) |
- στείλαμε παντού ν' αναμερίσουνε τα γυναικόπαιδα και ζωντανά (Makryg) |
- prov είδε ο ζουρλός τον μεθυσμένο κι αναμέρισε |
- folks. αναμεράτε, σεις οι γριές, και σεις προσδιαβασμένες, | για να 'ρχουνται όλου οι νιες και όλου οι νυφάδες |
- poem κι ο βασιλιάς τινάχτη ανάτρομος, κουνάει το βοσκοράβδι |..| κι ανταρεμένος γνέφει στου λαού τους γιους ν' αναμερίσουν (Kazantz Od 4.683) |
- χιλιάδες τρέχουν να σε ιδούν, αναμερώ στην άκρη (Athanas)
[fr K αναμερίζω 'distribute', cpd of ανα- & μερίζω]
- ① = αναμεριάζω 1: