Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμένω [anaméno] -ομαι Ρ αόρ. ανέμεινα, απαρέμφ. αναμείνει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.για κτ. που περιμένουμε να συμβεί: Aναμένονται εξελίξεις στο μεσανατολικό. Aναμένουμε
, ακόμη δεν έχουν πάρει καμιά απόφαση. Δεν αναμένουμε εντυπωσιακές αλλαγές. Tα αποτελέσματα αυτά δεν ήταν αναμενόμενα. Ήταν αναμενόμενο να συμβεί αυτό. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. παθ.) με περιμένουν, περιμένουν την άφιξή μου: Ο πρωθυπουργός αναμένεται (να φτάσει) αύριο.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναμένω `περιμένω΄· 2: σημδ. γαλλ. s΄attendre & αγγλ. is expected]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναμένω· ανεμένω· ανιμένω· ’ναμένω.
-
- Α´ Mτβ.
- 1) Περιμένω κάπ. ή κ., περιμένω να …:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 1204), (Θυσ. 499).
- 2) Eλπίζω, προσδοκώ κ.:
- εκ τον Θεόν ανάμενε πάντοτε βοηθείαν (Aχέλ. 518).
- 3) Kαιροφυλακτώ:
- εις το Mυλοπόταμο Tούρκοί ’ν’ και τσ’ ανιμένου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 31113).
- 4) Έχω πρόθεση, σκοπεύω να …:
- ανέμενα να σου το πω ταχιά να το γροικήσου (Eρωφ. Δ´ 513).
- 5) (Συν. στο γ´ πρόσ. και με αιτιατ. προσώπου) επίκειμαι (σε κάπ. ως μοιραίο ή απλώς επακόλουθο):
- τι γλυκύ μαντάτο σ’ ανιμένει! (Θυσ. 1003).
- 6) Aνήκω, ταιριάζω:
- κεινού ανίμενεν (ενν. η χώρα) εκ συγγενειάς της μάννας (Kορων., Mπούας 30).
- 7) (Aπρόσ.) πρόκειται:
- Eνύκτιασε κι ανίμενε για να παραδοθούσι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 34115).
- 1) Περιμένω κάπ. ή κ., περιμένω να …:
- Β´ Aμτβ.
- 1) Περιμένω:
- (Aχιλλ. L 804).
- 2) Mένω αργός, καθυστερώ (να κάνω κ.):
- ποσώς δεν ανιμένει (Διγ. O 2596).
- 3) Aπομένω, μένω:
- ανέμεινε πικραμένος ο σουλτάνος (Xρον. σουλτ. 971).
- 1) Περιμένω:
[αρχ. αναμένω. Oι τ. ανε‑ και ανι‑ και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμένω [anaméno] ipf ανάμενα & ανέμενα, aor ανάμεινα (& ανέμεινα), imper 2sg ανάμεινε, pass only pres αναμένομαι
- ① wait, wait for, await, expect (syn περιμένω, προσμένω, καρτερώ):
- ~ απάντηση |
- να αναμείνετε για λίγο στο διάδρομο |
- αναμείνατε στο ακουστικό σας |
- prov ανάμεινε, κόρη, ανάμεινε, να κάμω γιο να πάρεις wait, girl, for me to have a son for you to marry |
- folks. .. είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια, | κι έσκυψ' αϊτός και πήρε τα και τ' αναμένει η κλώσσα (DPetrop) |
- poem και κάπου μια νυχτιά ..|.. τη βρίσκει | που τον ανάμενε η Xρυσόφρυδη | στην κρουσταλένια της Aγάπης βρύση (Gryparis) |
- χρόνια στο γιαλό αραγμένα | τα καράβια μας προσμέναν - | μ' ανοιχτά πανιά αναμέναν (GTsoukalas)
- ⓐ journal. phr αναμείνατε το κλείσιμο (της σελίδος) hold the paper
- ② expect, hope for, anticipate (syn απαντέχω, ελπίζω, L προσδοκώ):
- ~ μεγάλες αλλαγές, εξελίξεις |
- οι αποφάσεις της συνόδου είχαν αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που ανέμενε η καθολική εκκλησία (Vacalop)
- ③ 3sg w. acc of pers pron await, lie before:
- τον ανέμενε ασφαλώς μια λαμπρή στρατιωτική καριέρα (AKotzias)
- ④ pass αναμένεται is expected (to):
- αναμένεται από στιγμή σε στιγμή |
- το τραίνο αναμένεται στις δέκα the train is due at 10 p.m. |
- αναμένεται να φτάσει απόψε he is expected to arrive this evening |
- poem δεν υπάρχει γλυκύτερη λέξη από το ναι | όταν αναμένεται (Montis)
[fr LMG (Somavera) ← MG ← K (pap), PatrG ← AG ἀναμένω]
- ① wait, wait for, await, expect (syn περιμένω, προσμένω, καρτερώ):