Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλόγιο το [analójio] Ο40 : κεκλιμένη επιφάνεια επάνω στην οποία τοποθετείται κτ. και ειδικότερα, ξύλινο συνήθ. στήριγμα με μία, δύο ή τέσσερις επικλινείς επιφάνειες, που μπορούν να περιστρέφονται και όπου τοποθετούνται τα βιβλία ανοιγμένα: Tο ~ των ψαλτών, στις εκκλησίες. || μεταλλικό συνήθ. στήριγμα, με μία επικλινή και σταθερή επιφάνεια στο επάνω μέρος, όπου στηρίζουν οι μουσικοί τα βιβλία με τις νότες.
[λόγ. < μσν. αναλόγιον < ελνστ. ἀναλογ(εῖον) -ιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλόγιο [analóyio] το, (& D αναλόγι) (L)
- ① a desk or stand w. a sloping top, book-rest, reading stand, lectern:
- τέσσερα αναλόγια με ανοιγμένα παλιά βιβλία |
- έχει ένα μικρό αναλόγιι όπου αποθέτει τα βιβλία του και μελετά (Venezis) |
- έστηνε μπροστά του στο ψηλό αναλόγι του το φημισμένο κοράνι .. και καθόταν να τ' αντιγράψει (Panagiotop)
- ⓐ mus music desk, music stand:
- ο αρχιμουσικός κατάργησε το ~ και την παρτιτούρα του μαέστρου |
- ~ πιάνου music-rest |
- poem ένα σύμπλεγμα χορού, νυμφών και αγγέλων, | που ψαλμωδούν ειρηνικά κοιτώντας το αναλόγι | του σύμπαντος! (Vrettakos)
- ② eccl a reading desk in a church on which the Bible is placed and from which scripture lessons are read during public worship, lectern:
- ο αετός με τα απλωμένα φτερά του σχηματίζουν το ~ του άμβωνα (Dizikirikis)
- ⓑ a singing desk used in the choir of a church, lectern (syn ψαλτήρι, αναγνωστήρι):
- όρθιος μπροστά στο ~ ο αναγνώστης καλόγερος διάβασε μεγαλόφωνα (Papandoniou) |
- αναλόγια ψαλτών, κοσμημένα με σιντεφένια κοσμήματα (Varelas)
- ③ typogr support for type cases:
- μπροστά στ' αναλόγια στέκουνε οι στοιχειοθέτες .. και συγυρίζουνε στις κάσες τα στοιχεία (Petsalis)
[fr MG αναλόγιον ← K, PatrG ἀναλόγιον]
- ① a desk or stand w. a sloping top, book-rest, reading stand, lectern:
[Λεξικό Κριαρά]
- αναλόγιον το· αναλόγιν.
-
- 1) Έπιπλο για τοποθέτηση βιβλίων:
- (Λίβ. P 273).
- 2) Eικονοστάσιο (ως κινητό σκεύος):
- (Mαχ. 10016).
[μτγν. ουσ. αναλόγιον. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Έπιπλο για τοποθέτηση βιβλίων: