Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλφαβητισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναλφαβητισμός ο [analfavitizmós] Ο17 : η έλλειψη των στοιχειωδών γνώσεων που επιτρέπουν σε κπ. (σε παιδί σχολικής ηλικίας ή σε ενήλικα) να διαβάζει και να γράφει τη μητρική του γλώσσα: H καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Ο ~ μαστίζει τις χώρες του Tρίτου Kόσμου.

[λόγ. < γαλλ. analphabétisme < analphabèt(e) < ιταλ. analfabeto < ελνστ. ἀναλφάβητ(ος) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναλφαβητισμός [analfavitizmós] ο, (L)
  • illiteracy (syn αγραμματοσύνη):
    • ο ~ έχει σχεδόν εκλείψει στην Aμερική |
    • γενική επαγγελματική μόρφωση και καταπολέμηση του αναλφαβητισμού |
    • να φωτιστεί ο λαός, ν' ανοίξουμε σχολειά συγχρονισμένα, να ξεριζώσουμε τον αναλφαβητισμό

[neol (Koumanoudis), der of αναλφάβητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες