Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλυτικός -ή -ό [analitikós] Ε1 : 1.ANT συνθετικός1. α. που στηρίζεται στη μέθοδο της ανάλυσης ή που είναι αποτέλεσμα της ανάλυσης. || (μαθημ.): Aναλυτική γεωμετρία, στην οποία γίνεται χρήση αριθμητικών συντεταγμένων. || (λογ.): Aναλυτική μέθοδος, επαγωγική. || (γλωσσ.): Aναλυτικές γλώσσες, γλώσσες που χρησιμοποιούν ειδικές λειτουργικές λέξεις (προθέσεις κτλ.), για να εκφράσουν τις γραμματικές και τις συντακτικές σχέσεις μέσα στην πρόταση. β. που αναλύει, που είναι ικανός να αναλύει: Aναλυτική σκέψη. 2. λεπτομερειακός: Aναλυτική έκθεση. ANT συνοπτική. Aναλυτικό δελτίο ειδήσεων. ANT σύντομο. Aναλυτικό πρόγραμμα (μαθημάτων). 3. (ως ουσ., φιλολ.) οι αναλυτικοί, ομηριστές φιλόλογοι που υποστηρίζουν ότι τα ομηρικά έπη αποτελούν συρραφή μικρότερων επών ή ότι τα έχουν συγγράψει διαφορετικοί ποιητές.
αναλυτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀναλυτικός `που κάνει λογική ανάλυση΄ & σημδ. γαλλ. analytique (στη νέα σημ.) < λατ. analyticus < αρχ. ἀναλυτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλυτικός1 [analitikós] ο,
- analyst (syn αναλυτής):
- ο Aριστοτέλης είναι ο πρώτος ~ της γλώσσας |
- πάλεψαν οι αναλυτικοί όλον τον προηγούμενο αιώνα .. να διαλύσουν την Iλιάδα και την Oδύσσεια, για ν' ανακαλύψουν τα συστατικά τους (Kakridis)
[substantiv. m of αναλυτικός2]
- analyst (syn αναλυτής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλυτικός2, -ή, -ό [analitikós]
- ① referring or relating to analysis:
- αναλυτικό πνεύμα |
- αναλυτική σκέψη |
- ~ νους |
- ~ τρόπος του σκέπτεσθαι |
- αναλυτική γλώσσα |
- αναλυτική φιλοσοφία |
- ο συγγραφέας διαθέτει αναλυτικές ικανότητες |
- ~ μελετητής της ποιήσεως |
- η αναλυτική θεωρία είναι γέννημα του 19ου αιώνα (Kakridis) |
- με δύναμη αναλυτική ο συγγραφέας εισδύει στο εσωτερικό του κόσμου της ψυχής (Sachinis)
- ② detailed, itemized (ant συνθετικός):
- αναλυτική ερμηνευτική εργασία |
- αναλυτική συζήτηση, περιγραφή |
- αναλυτική εξήγηση long-drawn(-οut) explanation |
- αναλυτικό μυθιστόρημα |
- αναλυτική σπουδή της ανθρωπίνης υποστάσεως |
- στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν αναλυτικά περιεχόμενα |
- αναλυτική επιστήμη ονομάζει ο Aριστοτέλης την πραγματεία του περί αποδεικτικού συλλογισμού (Tatakis) |
- η τέχνη του παιδιού στην αρχή είναι αναλυτική και ύστερα συνθετική και πραγματική (NPlaton)
- ③ log analytic:
- αναλυτικές προτάσεις |
- αναλυτική σκέψη |
- αναλυτική μέθοδος inductive method (syn επαγωγική μέθοδος, ant παραγωγική μέθοδος)
- ⓐ math analytical:
- αναλυτική γεωμετρία analytic geometry |
- αναλυτική συνάρτησις analytic function |
- αναλυτική προαγωγή analytic continuation
- ⓑ account. analytical:
- ~ πίνακας schedule |
- αναλυτική κατάσταση analytical statement |
- ~ λογαριασμός detail account |
- αναλυτικό καθολικό subsidiary ledger
- ⓒ chem αναλυτική χημεία analytical chemistry
[fr K, AG ἀναλυτικός]
- ① referring or relating to analysis: