Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλυτικά [analitiká] adv (L)
- ① analytically, in detail (syn εκτεταμένα, λεπτομερειακά, ant συνοπτικά, περιληπτικά):
- εξετάζω κάτι ~ |
- θα εκθέσουμε ~ την υπόθεση |
- τα στενά όρια ενός άρθρου δεν επιτρέπουν να επεκταθούμε ~ |
- το Πρακτορείο Aθηνών έδινε στη δημοσιότητα, ~ τώρα, ολόκληρο το ποινικό μητρώο του N. (Terzakis) |
- o κριτικός εξετάζει το βιβλίο αντικειμενικά κι ~ (Thrylos) |
- μια ζωγραφική σύνθεση, που .. είναι δύσκολο να περιγραφεί ~ (Despinis) |
- ό,τι η γνώση έχει μέσα της συνθετικά, τούτο η πράξη το παρουσιάζει ~ (Theodorakop)
- ② log inductively (syn επαγωγικά, ant παραγωγικά):
- έννοιες γενικότατες .. δεν υπάρχουν άλλες γενικότερες απ' αυτές για να μας δώσουν ~ το δικό τους βάθος (Papanoutsos) |
- η σκέψη στρέφεται προς τον εαυτό της και τον διευρευνά ~ (Tatakis) |
- από την έννοια ον τέλειο βγαίνει η ύπαρξη ~, όπως από την έννοια τρίγωνο οι τρεις γωνίες (Theodoridis)
[der of αναλυτικός2]
- ① analytically, in detail (syn εκτεταμένα, λεπτομερειακά, ant συνοπτικά, περιληπτικά):