Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλογικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναλογικά [analoyiká] adv (& rare
  • L αναλογικώς) proportionally, proportionately (syn κατ' αναλογία[ν]:
    • πόσα πρέπει να εξοδεύει η πολιτεία για την παιδεία των τέκνων της; Πόσα εννοώ αναλογικώς προς τ' άλλα; (Theodorakop)

[der of αναλογικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες