Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλογίζομαι [analojízome] Ρ2.1β : 1.λογαριάζω, υπολογίζω κτ. που πρέπει να αναλάβω, να φέρω εις πέρας: Aναλογίσου τις ευθύνες σου! Δειλιάζω, όταν ~ τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσω. 2. ξαναφέρνω κτ. στο νου μου, το θυμάμαι, το σκέπτομαι: Mε κυριεύει νοσταλγία, όταν ~ τα περασμένα, αναπολώ. ~ καμιά φορά τα βάσανα που πέρασα στη ζωή μου.
[λόγ. < αρχ. ἀναλογίζομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλογίζομαι [analoyízome] ipf αναλογιζόμουν(α), aor αναλογίστηκα, 3sg αναλογίστηκε & αναλογίστη, 3pl αναλογίζονταν (& αναλογίζουνταν), subj αναλογιστώ & αναλογισθώ, imper αναλογίσου, prp αναλογιζόμενος = αναλογιέμαι
- :
- αναλογίζεται τα "περασμένα μεγαλεία" |
- ~ την αρρώστια, το μέγεθος του κινδύνου |
- αναλογίστη όλη του τη ζωή με τις πιο μικρές της λεπτομέρειες |
- αναλογιζόταν τη μέρα που θα γύριζε νικητής στο χωριό |
- αναλογιζόμαστε πόσο υπεύθυνοι είμαστε για τα σφάλματα των παιδιών μας |
- ~ το βάρος του λειτουργήματος της οικοδέσποινας (Palaiologos) |
- ~ πως δεν υπήρξε εποχή που να μην εθρήνησε τα ήθη της (Panagiotop) |
- αναλογιστείτε πώς ήταν .. η χώρα μας πριν είκοσι, εικοσιπέντε χρόνια (Papanoutsos) |
- ας αναλογιστούμε πόσο αφελείς μας φαίνονται οι κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις των παλαιοτέρων φιλοσόφων (Lambridi)
- ⓐ take into account or under consideration, weigh, reckon, calculate (syn λαμβάνω υπόψη, λογαριάζω):
- αναλογίστηκε τις συνέπειες, τα αίτια, το νόημα της πράξεως, τα έσοδα που θα είχε από τους τόκους |
- (ο αναγνώστης) πρέπει ν' αναλογίζεται τις τότε συνθήκες της οικονομικής ζωής (MMerlier)
[fr K (pap 1st-2nd c. BC), NT ← AG ἀναλογίζομαι]