Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλογία η [analojía] Ο25 : I1α.συγκριτική σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα ή πράγματα, ως προς το μέγεθος, την ποσότητα ή το βαθμό. ANT δυσαναλογία: H ~ θανάτων και γεννήσεων / αγροτικού και αστικού πληθυσμού / των συστατικών ενός μείγματος. (λόγ. έκφρ.) τηρουμένων των αναλογιών, όταν παρομοιάζουμε δύο καταστάσεις ή πράγματα, επισημαίνουμε όμως τις διαφορές που παρουσιάζουν εξαιτίας των διαφορετικών συνθηκών ή αναλογιών: Tηρουμένων των αναλογιών (αμοιβών και κόστους ζωής) τα αυτοκίνητα είναι ακριβά στη χώρα μας. β. το ποσοστό μιας ουσίας, ενός στοιχείου σε μια συνολική ποσότητα, η ποσοστιαία αναλογία: H ~ των αιμοσφαιρίων στο αίμα. || δόση1β: Οι αναλογίες για το γλυκό είναι δύο κιλά φρούτα και ένα κιλό ζάχαρη (δύο προς ένα). γ. (οικ.) το μερίδιο: Πήρε την ~ του από την κληρονομιά. Ποια θα είναι η ~ μου στα κέρδη; 2. (πληθ.) η χαρακτηριστική σχέση ανάμεσα στα μέρη ενός συνόλου ή ανάμεσα στα μέρη ως προς το σύνολο: Οι αναλογίες του σώματος του παιδιού / του ενήλικα / των λευκών / των νέγρων, π.χ. του κορμού ως προς το κεφάλι ή ως προς τα άκρα. Οι αναλογίες του αγάλματος / των αρχιτεκτονικών στοιχείων είναι αισθητικά άψογες. || οι σωστές αναλογίες: Tο σώμα του δεν έχει αναλογίες. || (οικ.) η σχέση της περιφέρειας του στήθους, της μέσης και των γοφών μιας γυναίκας: Kαλλονή με εκρηκτικές αναλογίες. II1α. ομοιότητα που παρουσιάζουν δύο ή περισσότερα πράγματα, φαινόμενα ή καταστάσεις ως προς κάποιο κοινό γνώρισμά τους: Yπάρχει κάποια ~ ανάμεσα στους στόχους της δικτατορίας του 1936 και του 1967. Δεν υπάρχει καμιά ~ ανάμεσα στα προβλήματα της δικής μου γενιάς και της δικής σας. β. (βιολ.) ομοιότητα στη λειτουργία οργάνων ή άλλων σχηματισμών που έχουν διαφορετική προέλευση και μορφή, όπως π.χ. ο βραχίονας του ανθρώπου και η φτερούγα του πουλιού. γ. (νομ.) η επέκταση της εφαρμογής ενός νόμου σε μια σχετική περίπτωση, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση. 2. (γλωσσ.) μετασχηματισμός ενός γλωσσικού στοιχείου που προκαλείται από επίδραση άλλου ή άλλων στοιχείων, με τα οποία έχει μια σχέση ομοιότητας ή αντίθεσης, π.χ. «μιλάς» αντί «μιλείς» κατ΄ αναλογία προς τον τύπο «αγαπάς». 3. (μαθημ.) ισότητα λόγων ανάμεσα σε δύο ζεύγη ποσών. 4. (φιλοσ.) κατ΄ ~ συλλογισμός / συμπέρασμα / απόδειξη κτλ., νοητική διαδικασία που στηρίζεται σε παράλληλες ομοιότητες.
[λόγ. < αρχ. ἀναλογία & σημδ. γαλλ. analogie (στη νέα σημ.) < λατ. analogia < αρχ. ἀναλογία & σημδ. γαλλ. proportion]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναλογία η.
-
- 1) Όρος συμφωνίας, ποινική ρήτρα:
- εβάλαν αναλογίες εις το χάρτωμαν (Aσσίζ. 1177).
- 2) Έκφρ. χωρίς αναλογίας = αδιαφιλονίκητα:
- είναι (ενν. ο πάπας) σ’ όλους κεφαλή χωρίς αναλογίας (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 801).
[αρχ. ουσ. αναλογία. H λ. και σήμ.]
- 1) Όρος συμφωνίας, ποινική ρήτρα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλογία [analoyía] η,
- ① proportion, symmetry, analogy (syn συμμετρία, αρμονική διάταξη, ant δυσαναλογία):
- (δεν) υπάρχει ~ μεταξύ του αγάλματος και του βάθρου του |
- η μουσική βρίσκεται όπου υπάρχει αρμονία τάξη ή ~ (Vrettakos)
- ② math etc ratio, proportion, of amounts or parts (syn ισότητα μεταξύ δύο [ή περισσοτέρων] λόγων):
- νόμος των πολλαπλών αναλογιών law of multiple proportions |
- ~ μίγματος mixture ratio |
- ~ μίξεως proportion of mixture |
- ~ φύλων (στον πληθυσμό) sex ratio |
- η ~ καθηγητών προς φοιτητάς the faculty - student ratio
- ③ math etc percentage, part (syn ποσοστό):
- (η Iνδία) με ~ πυκνότητας πληθυσμού 120 κατοίκους σε κάθε τετρ. χλμ. (Evelpidis) |
- το μητρικό γάλα κλείνει μέσα του σε σοφά υπολογισμένες αναλογίες όλα τα θρεπτικά στοιχεία (Papanoutsos)
- ④ counterpart, similarity (syn ανάλογο):
- υπάρχει κάποια μακρινή ~ στις τρεις ιστορίες |
- παρατηρούνται πολλές αναλογίες και κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των δύο πολιτισμών
- ⑤ share, portion (syn μερίδιο):
- πήρε ο καθένας την ~ του |
- θα πληρώσω την ~ μου
- ⑥ sci t.
- ⓐ biol analogy
- ⓑ ling analogy:
- ο νόμος της αναλογίας the law of analogy
- ⓒ statist phr ~ αναστροφής proportion of overlapping
- ⑦ pl only αναλογίες measurements (syn διαστάσεις, μέτρα):
- οι αναλογίες του δωματίου, του σώματος |
- τους εντυπωσίασαν οι υπερβολικές αναλογίες των γυναικών |
- δεν υπάρχει σπάνια ομορφιά, που να μην έχει κάτι το αλλόκοτο στις αναλογίες της (Vrettakos)
- ⑧ phrases (L)
- ⓓ κατ' αναλογία(ν) proportionally, pro rata (syn αναλογικά):
- πόσο είναι το πλάτος του (και ~το βάθος) μπορούμε να το μαντεύσουμε (Chatzinis) |
- ~ συμβαίνει το ίδιο και στην περίπτωση της καθημερινής επικοινωνίας με τους συνανθρώπους μας (Papanoutsos)
- ⓔ εν ~ in proportion
- ⓕ εξ αναλογίας rare, as a parallel:
- τα γεγονότα αυτά μας κάνουν να σκεφθούμε εξ αναλογίας ποια έκταση θα είχαν οι εξισλαμισμοί στην ύπαιθρο (Vacalop)
- ⓖ τηρουμένων των αναλογιών due (or proper) allowance being made, mutatis mutandis
[fr PM (Somavera), MG ← K (pap), PatrG ← AG ἀναλογία]
- ① proportion, symmetry, analogy (syn συμμετρία, αρμονική διάταξη, ant δυσαναλογία):