Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλλοίωτος -η -ο [analíotos] Ε5 : α.που δεν έχει αλλοιωθεί, που δεν έχει μεταβάλει, συνήθ. με την πάροδο του χρόνου, τη φύση του ή τα χαρακτηριστικά του προς το χειρότερο: Tοιχογραφίες πολλών αιώνων που όμως διατηρούνται αναλλοίωτες. Tο τοπίο έμεινε αναλλοίωτο. Οι Έλληνες διατήρησαν αναλλοίωτες τις εθνικές τους παραδόσεις. H ομορφιά της έμεινε αναλλοίωτη ως τα γεράματά της. Έμεινε ~, δε φαίνεται καθόλου γερασμένος. || (για τρόφιμα) που δεν είναι αλλοιωμένος, χαλασμένος. β. που δεν αλλοιώνεται· αμετάβλητος. || (ως ουσ.) το αναλλοίωτο, η ιδιότητα του αναλλοίωτου.
αναλλοίωτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀναλλοίωτος `που δεν αλλάζει΄ & σημδ. γαλλ. inaltérable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλλοίωτος1 [analíotos] η, math
- invariant:
- (αι) αναλλοίωτοι αλγεβρικής εξισώσεως invariants of an algebraic equation
[substantiv. f of αναλλοίωτος2]
- invariant:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλλοίωτος2, -η, -ο [analíotos] (L)
- unchangeable, unalterable (syn αμετάβλητος):
- αναλλοίωτα χρώματα |
- τα αβγά τα βάζουν στον ασβέστη και τα κάνουν αναλλοίωτα
- ⓐ not varying, w. no changes, unchanging, unchanged:
- αναλλοίωτη ροή της καθημερινής ζωής |
- διάλογοι αναλλοίωτοι, γεγονότα αναλλοίωτα |
- ~ νόμος της ιστορίας |
- η Bυζαντινή μουσική παραμένει αναλλοίωτη ως σήμερα |
- πολλά παλιά έθιμα έχουν κρατηθεί αναλλοίωτα |
- το έργο εκδόθηκε ολόκληρο και αναλλοίωτο |
- οι Pωμαίοι διατηρούσαν αναλλοίωτα τα ελληνικά ονόματα |
- γραφικό λιμάνι που κρατάει αναλλοίωτο τον νησιώτικο χαρακτήρα του |
- οι Eλεάτες υποστήριζαν ότι το "ον" είναι ακίνητο και αναλλοίωτο (Papanoutsos) |
- οι ιδέες είναι αναλλοίωτα όντα που στηρίζουν .. την ύπαρξη των πάντων (Tatakis)
- ⓑ statist invariant:
- αναλλοίωτοι καμπύλαι συχνοτήτων invariant curves of requency
[fr MG, αναλλοίωτος ← PatrG, K (pap) ← AG ἀναλλοίωτος]
- unchangeable, unalterable (syn αμετάβλητος):