Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλγητικό [analyitikó] το, pharm
- pain-relieving drug, analgesic, painkiller (syn παυσίπονο)
[substantiv. n of αναλγητικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλγητικός -ή -ό [analjitikós] Ε1 : για ουσία που έχει την ιδιότητα να μετριάζει ή να παύει τον πόνο: Ορισμένα φυτά περιέχουν αναλγητικές ουσίες / έχουν αναλγητικές ιδιότητες. Aναλγητικά φάρμακα. || (ως ουσ.) το αναλγητικό, αναλγητικό φάρμακο· παυσίπονο: H μορφίνη είναι πολύ ισχυρό αναλγητικό.
αναλγητικά ΕΠIΡΡ: Ουσίες που δρουν ~. [λόγ. < αγγλ. analgetic < αρχ. ἀνάλγητ(ος) στη σημ.: `που δεν πονάει΄ -ic = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλγητικός, -ή, -ό [analyitikós]
- analgesic:
- phr αναλγητικό φάρμακο = αναλγητικό |
- η ασπιρίνη είναι το καλύτερο αναλγητικό φάρμακο
[der of AG ἀνάλγητος w. suff -ικός]
- analgesic: