Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλγησία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναλγησία η [analjisía] Ο25 : 1.(ιατρ.) ολική απώλεια του αισθήματος του πόνου: Σε παθολογικές περιπτώσεις αναλγησίας γίνεται αισθητή η πίεση, όχι όμως και ο πόνος. 2. (μτφ.) η ιδιότητα του ανάλγητου, ψυχική σκληρότητα· απονιά: Έδειξε ~ στις ικεσίες των δυστυχισμένων ανθρώπων. Aπό μικρό παιδί αντιμετώπισε την ~ της κοινωνίας.

[λόγ. < αρχ. ἀναλγησία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναλγησία [analyisía] η, (L)
  • ① insensibility, analgesia:
    • το αναισθητικό προκάλεσε πλήρη ~
  • ② fig insensitiveness, insensitivity (syn απάθεια):
    • οι εξοπλισμοί συνεχίζονται με μιαν ~ απέναντι στο ύψος των δαπανών |
    • η ~ του Kέντρου μπροστά στις άμεσες κι επείγουσες ανάγκες της υπαίθρου (Angelop) |
    • με πόσην ~ καταλύει ο χρόνος τα έργα και τα όνειρα του ανθρώπου (Papanoutsos)
  • ⓐ cruelty (syn σκληρότητα, απανθρωπιά):
    • επλήρωσε ακριβά την ~ του |
    • με την απληστία και την απερισκεψία, την ~ και τα πάθη, .. δημιουργήσαμε έναν κόσμο άγχους και αίματος (Papanoutsos)

[fr kath αναλγησία ← AG ἀναλγησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες