Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλαμπή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναλαμπή η [analambí] Ο29 : 1.ξαφνική λάμψη που διαρκεί λίγο: Οι τελευταίες αναλαμπές της φωτιάς. Οι αναλαμπές του φάρου, το φως που αναβοσβήνει. || (μτφ.): Mια ~ ελπίδας. 2. (μτφ.) α. πνευματική διαύγεια μικρής διάρκειας, σε έναν άνθρωπο με μειωμένες τις πνευματικές του δυνάμεις, ή στιγμές έμπνευσης και μεγάλης αποδοτικότητας του νου: Πάσχει από αμνησία, έχει όμως και αναλαμπές. Ήταν μια ~ που του έδωσε τη λύση, την οποία προσπαθούσε τόσα χρόνια να βρει. β. (συνήθ. πληθ.) προσωρινή αποκατάσταση σωματικών λειτουργιών: H βελτίωση που παρουσίασε ο άρρωστος δεν ήταν παρά οι τελευταίες αναλαμπές ενός ετοιμοθάνατου.

[1: μσν. αναλαμπή `λάμψη΄ < αρχ. ἀναλάμπ(ω) `βγάζω λάμψη΄ -ή· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. éclair]

[Λεξικό Κριαρά]
αναλαμπή η.
  • 1) Φωτιά, φλόγα:
    • σπίθα μικρή … πως να κάμει αναλαμπή κιανείς δεν το λογιάζει (Eρωτόκρ. A´ 322
    • (μεταφ.):
      • (Θυσ. 784), (Eρωτόκρ. A´ 838).
  • 2) (Mεταφ.) θερμό ενδιαφέρον, πάθος:
    • το δίκιο του μ’ αναλαμπή και φλόγα το γυρεύγει (Eρωτόκρ. A´ 1670).

[<αναλάμπω. H λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναλαμπή [analambí] η,
  • ① flash, flare, gleam (syn αντιφέγγισμα):
    • η ~ της φωτιάς, της φλόγας, του ήλιου |
    • ρυθμική ~ του φάρου |
    • αστραπές με σπαρταριστές αναλαμπές χαρακώνουν άφεγγο σκοτάδι (Polylas) |
    • χρώμα αστραφτερό, μπρούτζινο και ασημένιο με πράσινες αναλαμπές (Potamianos) |
    • μια κόκκινη ~ έγλυφε τον ουρανό και φώτισε τις Πυραμίδες στο βάθος (Petsalis) |
    • θάλασσα όλο αναλαμπές και αντιφεγγίσματα (KPolitis)
  • ⓐ fig splendor, gleam, spark (syn σπινθηροβόλημα):
    • πνευματική ~ |
    • ~ ζωντάνιας |
    • ~ μεγαλοφυΐας flash of genius |
    • οι τοιχογραφίες του Tζιόττo .. είναι η πρώτη ~ ζωής μέσα στο σκοτάδι του μεσαίωνα (Ouranis)
  • ② the trembling light of a candle or lamp, flare, gleam:
    • poem μ' αναλαμπές ψυχομαχάει | το ετοιμοθάνατο κερί μου (Lapathiotis)
  • ⓑ phr η τελευταία ~ της ζωής last expression of vitality of a dying person:
    • phr αναλαμπές μιας φλόγας

[fr MG αναλαμπή, der of AG, K, PatrG ἀναλάμπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες