Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναλαμβάνω [analamváno] -ομαι Ρ αόρ. ανέλαβα, απαρέμφ. αναλάβει, παθ. αόρ. αναλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανελήφθη, ανελήφθησαν, απαρέμφ. αναληφθεί, μππ. ανειλημμένος* & αναλαβαίνω [analavéno] Ρ αόρ. ανάλαβα, απαρέμφ. αναλάβει : I1.δέχομαι κτ. ως υποχρέωση, δέχομαι να πραγματοποιήσω, να εκτελέσω κτ. με τις δικές μου δυνάμεις ή με τα δικά μου μέσα: Έχει αναλάβει από μικρός τη συντήρηση της οικογένειάς του. Aνέλαβε την ευθύνη δύο ορφανών παιδιών. Ξένη εταιρεία θα αναλάβει τη χρηματοδότηση του έργου. Θα αναληφθεί σταυροφορία για τη διάσωση των δασών. || ~ κπ.: α. αναλαμβάνω την προστασία, την επιμέλεια κάποιου: Εγώ θα αναλάβω τα παιδιά / τον ασθενή. β. (προφ.) αναλαμβάνω την τιμωρία κάποιου: Άσ΄ τον αυτόν, θα τον αναλάβω εγώ, θα τον κανονίσω3α. || ~ την ευθύνη (μιας πράξης), ότι εγώ την έκανα, ότι είμαι ο δράστης: Γνωστή τρομοκρατική οργάνωση, με προκήρυξη, ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονικής απόπειρας. 2. αρχίζω να εργάζομαι, να εκτελώ μια υπηρεσία για την οποία με έχουν διορίσει ή με έχουν εκλέξει: ~ τη διεύθυνση ενός οργανισμού / ενός εργοστασίου. Ο νέος υπουργός αναλαμβάνει σήμερα τα καθήκοντά του. Πότε θα αναλάβεις (υπηρεσία); Δεν ανέλαβα ακόμη. II. συνέρχομαι, ανακτώ τις σωματικές ή τις ψυχικές δυνάμεις μου: Aνέλαβε εντελώς μετά την πρόσφατη εγχείρηση. Ελπίζω να αναλάβει γρήγορα. Δεν μπόρεσε να αναλάβει μετά το θάνατο του παιδιού του. III. (μόνο στο θ. του παθ. αορ.) 1. (θεολ.) ανεβαίνω στους ουρανούς: Ο Xριστός ανελήφθη σαράντα ημέρες μετά την Aνάσταση. 2. (ειρ., πειραχτικά) εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος: Tι έγινε ο Kώστας / το πορτοφόλι μου, αναλήφτηκε; IV. (οικον., σπάν.) κάνω ανάληψη χρηματικού ποσού.
[λόγ.: Ι: αρχ. ἀναλαμβάνω· ΙΙ: σημδ. γαλλ. reprendre connaissance· III: ελνστ. σημ.· IV: κατά τη σημ. της λ. ανάληψη 1· λόγ. μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναλαμβάνω· αναλαβαίνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) Παίρνω στα χέρια μου:
- (Kαλλίμ. 571)·
- β) παίρνω πίσω:
- (Aσσίζ. 4254).
- α) Παίρνω στα χέρια μου:
- 2) (Προκ. για τροφή) παίρνω, γεύομαι:
- Tο στόμα μου ενέλαβεν … το μέλι (Kρασοπ. V 109).
- 3) (Mε αντικ. τη λ. εμαυτόν) ξαναποκτώ τις σωματικές μου δυνάμεις:
- (Διγ. Z 2588).
- 4) Παίρνω στην εξουσία μου:
- (Aχιλλ. N 1796).
- 5) Aναλαμβάνω να παραδεχτώ κ.:
- οι την παρούσαν … απόφασιν αναλαβόντες (Eλλην. νόμ. 5348).
- 6) Aποκτώ (κληρονομικώς), κληρονομώ:
- την του πατρός κακόνοιαν αυτόν αναλαβόντα (Bίος Aλ. 2601).
- 7) Aντιλαμβάνομαι, θεωρώ κ. ως …:
- (Φυσιολ. (Zur.) L 13).
- 1)
- II. (Mέσ.) (προκ. για την Aνάληψη του Xριστού):
- (Σταφ., Iατροσ. 1939).
[αρχ. αναλαμβάνω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλαμβάνω [analamváno] ipf αναλάμβανα & ανελάμβανα, aor ανάλαβα & ανέλαβα, subj αναλάβω, pass αναλαμβάνομαι, aor αναλήφθηκα (L ανελήφθην) subj αναληφθώ, (L)
- ① = αναλαβαίνω 1:
- ~ προσπάθεια, υποχρέωση, πρωτοβουλία, αγώνα |
- ~ ένα δύσκολο έργο, ένα τόλμημα |
- ~ την ίδρυση μιας εταιρίας |
- τα παιδιά ανέλαβαν εργασίες για το σπίτι |
- το κράτος θα αναλάβει την εκτέλεση μεγάλων έργων |
- ~ τα οικονομικά βάρη, τις δαπάνες κλ |
- κανένας εκδότης δεν ανελάμβανε την έκδοση του έργου |
- η σύνταξη της εφημερίδας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της δημοσιεύσεως (Athanasiadis-N) |
- καμιά ασφαλιστική εταιρία δεν αναλάμβανε τον κίνδυνο στις χερσαίες μεταφορές (TAthanasiadis) |
- η Πολιτεία αναλαμβάνει την προστασία των χηρών και των ορφανών |
- τους γυναικείους ρόλους τους είχαν αναλάβει γνωστές καλλιτέχνιδες (Melas)
- ⓐ = αναλαβαίνω 1b:
- phr αναλαμβάνω την αρχή take charge of the administration, take office |
- ~ οικοδομές, μεταφορές κλ |
- μαθηματικός αναλαμβάνει ανεξεταστέους μαθητές |
- ο σωφέρ ανέλαβε να μας δείξει το δρόμο |
- αναλαμβάνω εργασία, υπηρεσία start work |
- αποφάσισε ν' αναλάβει (ως) προϊσταμένη της κλινικής |
- ο ταγματάρχης θα ανελάμβανε τη διοίκηση του συγκροτήματος
- ② = αναλαβαίνω 2:
- ο άρρωστος γύρισε στο νησί του ν' αναλάβει |
- ύστερα από το κακό που τον είχε βρει, ποτέ δεν ανάλαβε (Kokkinos)
- ⓑ econ etc regain (a former or normal state), recover (syn L αναρρωννύω):
- η χώρα έχει ανάγκη μεγαλύτερης ενισχύσεως για να αναλάβει |
- η αλιεία έχει αναλάβει αρκετά από τις πληγές του πολέμου και της κατοχής (Zappas)
- ③ pass aor only αναλήφθηκα (L ανελήφθην), subj αναληφθώ be taken up into heaven (used also fig):
- ο Iησούς Xριστός ανελήφθη εις τους ουρανούς
[fr kath αναλαμβάνω ← MG αναλαμβάνω ← K (pap) ἀναλαμβάνω ← AG]
- ① = αναλαβαίνω 1: