Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναλέγομαι· αόρ. ενελέκτηκα.
-
- Eκλέγω, διαλέγω:
- τους ταχυδρόμους των ίππων αναλεξάμενος (Δούκ. 1211).
[αρχ. αναλέγομαι. Tο ενεργ. σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- Eκλέγω, διαλέγω: