Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναλάμπω.
-
- Aκτινοβολώ·
- (εδώ μεταφ. προκ. για πρόσωπο ή το ανθρώπινο σώμα):
- Tο κάλλος … ανέλαμπε της κόρης (Kαλλίμ. 766).
- (εδώ μεταφ. προκ. για πρόσωπο ή το ανθρώπινο σώμα):
[αρχ. αναλάμπω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aκτινοβολώ·
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναλάμπω [analámbo] ipf ανάλαμπα, aor ανέλαμψα (& ανάλαμψα), subj αναλάμψω
- ① shine, gleam, radiate (syn ακτινοβολώ):
- το πρόσωπό του ανέλαμψε από χαρά |
- poem δάκρυα τής αναλάμπαν στα ματόκλαδα (Sikel) |
- θ' αναλάμψουνε τ' άστρα πλυμένα στο κρύο και στη βροχή! (Papatsonis)
- ② fig regain splendor:
- η αίγλη της μορφής του Πλάτωνος .. αναλάμπει (Theodorakop)
[fr K ἀναλάμπω ← AG]
- ① shine, gleam, radiate (syn ακτινοβολώ):