Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακόπτω [anakópto] -ομαι Ρ αόρ. ανέκοψα, απαρέμφ. ανακόψει, παθ. αόρ. ανακόπηκα, απαρέμφ. ανακοπεί : σταματώ την εξέλιξη μιας πορείας, την αναχαιτίζω: Ο στρατός μάχεται, για να ανακόψει την κάθοδο του εχθρού προς το νότο. Γίνεται προσπάθεια να ανακοπεί η άνοδος του τιμαρίθμου, να συγκρατηθεί.
[λόγ. < ελνστ. ἀνακόπτω, αρχ. σημ.: `σπρώχνω προς τα πίσω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακόπτω· ανακόφτω· ανασκόφτω.
-
- 1) Σταματώ, συγκρατώ, εμποδίζω κάπ.:
- (Xρον. Mορ. P 5085).
- 2) Xτυπώ, ανακατεύω:
- μίξας … φύλλον ινδικόν … και βούτυρον ανακόψας εις δέρμα μυός μικρού έμβαλε (Iερακοσ. 43513).
[αρχ. ανακόπτω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. ‑φτω). H λ. και σήμ.]
- 1) Σταματώ, συγκρατώ, εμποδίζω κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακόπτω [anakópto] ipf ανέκοπτα, aor ανέκοψα & ανάκοψα, subj ανακόψω, pass ανακόπτομαι, aor ανεκόπη & ανακόπηκε, subj ανακοπώ, (L)
- ① head off, hold, check, hamper, arrest, stem (syn αναχαιτίζω, εμποδίζω, συγκρατώ, περιορίζω):
- του ανακόπτει το δρόμο, την πορεία του |
- η λέσχη δεν ανέκοψε τη δράση της |
- ο θάνατος ανέκοψε το έργο του |
- να μην ανακόπτεται η εξέλιξη του παιδιού |
- ανακόπηκε το κύμα της διαρροής, της φυγής, της διαφθοράς |
- η οικονομική πολιτική της Kυβερνήσεως ίσως ανακόψει το ρεύμα του πληθωρισμού |
- η πληθωριστική φοβία ανέκοψε και αυτήν ακόμη την περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα |
- δεν θα ανακοπεί το ρεύμα του περιηγητισμού, το μεταναστευτικό ρεύμα |
- τίποτε δεν ανέκοψε την πρόοδο της επιχειρήσεως κλ |
- η πρόοδος ανεκόπη με τον πόλεμο |
- η κρίση ανέκοψε την οικονομική πρόοδο της χώρας |
- αντίπαλες δυνάμεις προσπαθούν να ανακόψουν την πρόοδο της εκπαιδεύσεως, την εκπαιδευτική αναγέννηση, αλλά η πρόοδος δεν ανακόπτεται
- ⓐ milit, naut, transportation etc stem:
- ο εχθρός ανέκοψε την προέλασή του |
- η προέλαση του στρατού ανεκόπη |
- το πυροβολικό προσπαθούσε ν' ανακόψει την έφοδο |
- ο λόχος ανάκοψε την ορμή του |
- τα πλοία έπρεπε να ανακόψουν πλουν (Venezis) |
- επάσκισαν ν' ανακόψουνε τη φωτιά (Petsalis-D)
- ⓑ cut, reduce:
- το τραίνο ανακόπτει την ταχύτητα |
- ν' ανακόψεις την ταχύτητα του αυτοκινήτου
- ② law ~ (δικαστικό) βούλευμα enter a caveat of the order (resolution) (syn κάνω ανακοπή του βουλεύματος) ; s. ανακοπή 3 [fr MG ανακόπτω 'hamper, stay, stem' ← K, PatrG àνακόπτω 'check, restrain' ← AG] cf ανακόβω.
- ① head off, hold, check, hamper, arrest, stem (syn αναχαιτίζω, εμποδίζω, συγκρατώ, περιορίζω):