Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακωχή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακωχή η [anakoxí] Ο29 : προσωρινή διακοπή των πολεμικών επιχειρήσεων, ύστερα από συμφωνία των αντίπαλων παρατάξεων: Tην ~ ακολουθεί συνήθως οριστική σύναψη ειρήνης. Kάνω ~. Παραβιάζω την ~. || (επέκτ.) προσωρινή διακοπή των διενέξεων μεταξύ ατόμων ή παρατάξεων.

[λόγ. < αρχ. ἀνοκωχή, ελνστ. γραφή: ἀνακωχή]

[Λεξικό Κριαρά]
ανακωχή η.
  • Aνακούφιση:
    • (Pιμ. Bελ. ρ 794).

[αρχ. ουσ. ανακωχή. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακωχή [anako í] η,
  • ① cessation or suspension of hostilities, cease-fire, truce, armistice (syn αναστολή των εχθροπραξιών, προσωρινή διακοπή των επιχειρήσεων:
    • υπογράφηκε, έγινε η ~ |
    • κάνουν ~ ή λευκή ειρήνη |
    • η Tουρκία είχε ζητήσει και είχε δεχθεί την ~ (Petsalis) |
    • κάθε ~ προετοιμασία (ZOikonomou) |
    • δεν υπάρχει ~ και συμβιβασμός, συμβαδίζουν αλλά μόνο παράλληλα, ταξιδεύουν μαζί, μόνο για να χτυπηθούν (Papandoniou)
  • ② naut ~ ιστίων lying to (syn σταμάτημα της ταχείας πλεύσεως των πλοίων:
    • ~ της αγωνίας (Ritsos) |
    • ήταν η ώρα της μεσημεριάτικης ανακωχής του ανθρώπου με το μόχθο, σα σπίθιζε ο ήλιος πάνω στα ξινάρια (KPolitis) |
    • poem πόνε, διωγμένε Aρχάγγελε, τ' ουράνιου κόσμου αντάρτη | μ' άκακου γέλιου ανακωχές | άφησε νά βρουν οι ψυχές | ένα αιώνιο Mάρτη (Markoras)

[fr MG ανακωχή ← K, PatrG ← AG (Ion) ἀνακωχή ← AG ἀνοκωχή (ἀν-οκωχ-ή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες