Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακτώ [anaktó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 ενεργ. αόρ. ανέκτησα, απαρέμφ. ανακτήσει : 1α.αποκτώ ξανά κτ. που έχω χάσει, που μου έχει αφαιρεθεί συνήθ. βίαια ή παράνομα· ξαναπαίρνω: Tο 1261 οι Bυζαντινοί ανέκτησαν την Kωνσταντινούπολη, που την είχαν καταλάβει οι Φράγκοι το 1204. Ο στρατός κατόρθωσε να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του. Aνέκτησε τα δικαιώματά του στο θρόνο. β. για ικανότητα, πλεονέκτημα κτλ. που είχα στερηθεί και που το αποκτώ πάλι· ξαναβρίσκω: Οι στρατιώτες μετά τη νίκη ανέκτησαν το ηθικό τους. Πρέπει να ανακτήσουμε το χαμένο κύρος μας. Ο ασθενής δεν μπόρεσε να ανακτήσει τις αισθήσεις του / τις δυνάμεις του. Πρέπει να δουλέψουμε εντατικά, για να ανακτήσουμε το χρόνο που χάσαμε. 2. (πληροφ.) κάνω ανάκτηση.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνακτῶ· 2: σημδ. αγγλ. recover]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακτώ [anaktó] (& αναχτώ) ανακτάς, aor ανέκτησα, subj ανακτήσω, pass ανακτώμαι, aor ανεκτήθη, subj ανακτηθώ (L)
- ① retake, recapture, reconquer (syn ανακαταλαμβάνω, ξαναπαίρνω):
- ~ την πόλη, το φρούριο
- ② regain, recover:
- ανέκτησε την ελευθερία του, την περιουσία του, τη θέση του |
- ανέκτησα τη φήμη μου |
- το ιερό του Aπόλλωνος στη Δήλο άρχισε να ανακτά την αίγλη του (Varelas) |
- το όνομα Έλλην αρχίζει να ασκεί γοητεία και ν' ανακτά την αίγλη του (Vacalop) |
- ~ το θάρρος μου rally one's spirits |
- ~ τις δυνάμεις μου recover one's strength, one's (previous) vigor |
- ~ τις αισθήσεις μου recover one's senses; regain consciousness (syn συνέρχομαι) |
- ο τυφλός θα ανακτήσει την όρασή του |
- ~ την ισορροπία μου recover one's balance |
- ~ την υγεία μου be restored to health, recover (syn αναλαμβάνω L, αναρρώνω, γίνομαι καλά) |
- ~ την ψυχραιμία μου recover one's composure or equanimity |
- ~ την πνευματική μου διαύγεια I recover my mind's sanity (syn έρχομαι στα σύγκαλά μου) |
- ανέκτησε την ελληνική του συνείδηση |
- ~ το κύρος μου recover one's authority |
- η εμπιστοσύνη έχει ανακτηθεί με κόπο τον τελευταίο καιρό |
- η εποχή μας αρχίζει ν' ανακτά την πίστη της (Athanasiadis-N) |
- με την τροπή της πορείας των επιχειρήσεων ο στρατός ανέκτησε την αυτοπεποίθησή του (Terzakis) |
- θέλουμε ν' ανακτήσουμε το αίσθημα της ασφάλειας (Chatzinis)
[fr K ἀνακτῶ (on pap ἀνακτῆσαι) bes K ἀνακτῶμαι; cf κτω, αποκτώ, κατακτώ]
- ① retake, recapture, reconquer (syn ανακαταλαμβάνω, ξαναπαίρνω):