Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακτορικός -ή -ό [anaktorikós] Ε1 : που ανήκει στα ανάκτορα ή που έχει σχέση με αυτά: Aνακτορικοί κήποι. Aνακτορική φρουρά. || (αρχαιολ.) ~ ρυθμός, ρυθμός των αγγείων της τελευταίας μινωικής περιόδου. || (ως ουσ.) ο ανακτορικός, αυτός που υπηρετεί στα ανάκτορα ως σύμβουλος της βασιλικής οικογένειας. || αυτός που έχει φιλικές σχέσεις με τα μέλη της βασιλικής οικογένειας.
[λόγ. ανάκτορ(ον) -ικός (πρβ. μσν. ανακτορικός `βασιλικός΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακτορικός1 [anaktorikós] ο, (& αναχτορικός) (L)
- person in the king's service, palace servant (syn ~ υπάλληλος, παλατιανός):
- έκαμε υπαινιγμό και κατά των Aνακτόρων, των ανακτορικών φυσικά (Petsalis) |
- Mε σφιγμένη καρδιά βλέπανε το μελίσσι των κατώτερων αναχτορικών του σουλτάνου (Melas) |
- θα έρθουν πολλοί ανακτορικοί, που θα είναι βέβαια το συμπεθεριό (Loukatos) |
- poem συναλλάσεσθε φανερά με ανακτορικούς (KKyrou)
[substantiv. m of ανακτορικός2]
- person in the king's service, palace servant (syn ~ υπάλληλος, παλατιανός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακτορικός2, -ή, -ό [anaktorikós] (& αναχτορικός) (L)
- pertaining to the palace, royal (syn παλατιανός):
- ο ροδώνας κλείνει από τα BΔ το ανακτορικό συγκρότημα (Floros) |
- ~ λόφος |
- ανακτορικοί κύκλοι, ανακτορικές κυρίες, ανακτορικοί υπάλληλοι και υπηρέτες |
- ~ σύμβουλος, ανακτορικοί πάτρωνες |
- ανακτορική φρουρά palace guard |
- αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς |
- η τελετή έχει γραφικότητα, όταν μετέχουν οι φουστανελοφόροι της ανακτορικής φρουράς (Varelas) |
- ανακτορική άμαξα, ανακτορικό αμάξι (syn άμαξα του παλατιού) |
- ~ κήπος |
- ανακτορική σκάλα |
- ανακτορικό περιβάλλον |
- κάθε μορφής πραξικοπήματα, τα ανακτορικά κινήματα ή οι προληπτικές αντεπαναστάσεις (SNestor) |
- η κομψότητα, η λεπτότητα, η χάρη .. μου φάνηκαν σαν επιβιώσεις ανακτορικές από έναν άλλον αιώνα (Theotokas) |
- η Ήρα .. μπορεί να ήταν μια αναχτορική θεά, προστάτρια του ήρωα-αρχηγού του στρατού και αρχηγού της βασιλικής οικογένειας (Papachatzis) |
- arche. ~ ρυθμός palace style, the style of the vases found in Crete of the Late Minoan II period (1550 BC) (syn ανακτορικό στυλ) |
- ανακτορικές δεξιώσεις |
- οι ανακτορικές δεξιώσεις πρέπει να αντικατασταθούν με άλλες, ημιεπίσημες (Roussos) |
- ~ χορός royal ball |
- η βέβηλη γιαπωνέζικη μουσική συνόδευε το χορό των ανακτορικών χορευτών και χορευτριών (Evelpidis) |
- η επίσημη Eλλάδα πρόβαλλε τις ανακτορικές μεγαλοπρέπειες της βασιλευομένης Δημοκρατίας (Psathas)
[fr MG ανακτορικός (10th c.), der of AG ἀνάκτωρ = ἄναξ]
- pertaining to the palace, royal (syn παλατιανός):