Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακτημένος, -η, -ο [anaktiménos]
- recovered, regained:
- ανακτημένη ελπίδα |
- ο ~ Παράδεισος Paradise Regained (Milton's epos) |
- αυτό που βρέθηκε στον καμαρωτό τάφο είναι μαρτυρία ανακτημένη από την άβυσσο εικοσιτριών αιώνων (excavations in Vergina) |
- η Aναγέννηση κατορθώνει να μην καταπνιγεί από τον ανακτημένο κλασικισμό (Athanasiadis-N)
[ppp of ανακτώ]
- recovered, regained: