Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακριτικός -ή -ό [anakritikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ανάκριση, που είναι κατάλληλος για ανάκριση ή που ταιριάζει σε ανάκριση: Aνακριτικό γραφείο. ~ υπάλληλος. Tον ρώτησε με ύφος ανακριτικό. || (ως ουσ.) η ανακριτική, ειδική μορφή έρευνας που βασίζεται στην υποβολή ερωτήσεων, με σκοπό τη συλλογή διάφορων κοινωνικών, οικονομικών ή άλλων στοιχείων.
[λόγ. ανακρί(νω) -τικός (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἀνακριτικός `ερωτηματικός (γραμμ.)΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακριτικός, -ή, -ό [anakritikós] (L) law
- investigating, investigative, interrogatory:
- το ανακριτικό έργο |
- το ανακριτικό σύστημα |
- ανακριτικό γραφείο, ~ υπάλληλος |
- ανακριτικό συμβούλιο panel or court of inquiry |
- ανακριτική επιτροπή board of inquiry, ειδικές ανακριτικές επιτροπές |
- διορίσανε καινούργια ανακριτική επιτροπή |
- ανακριτική νοοτροπία, ανακριτική ερώτηση |
- ανακριτικό ύφος |
- η Aγγλία έστειλε ανακριτική επιτροπή για ν' ανακαλύψει τα αίτια των ταραχών (Tsirkas) |
- αντιστάθηκε κοφτά στις ανακριτικές απόπειρές της (id.) |
- τον βασάνισαν με τέσσερις στροφές του ανακριτικού τροχού (Kanellop) |
- poem το βλέμμα τους ρωτάει πιο αμείλιχτο | από το φως στο ανακριτικό δωμάτιο (Laina)
[fr kath, neol, der of ανακριτής w. suff -ικός]
- investigating, investigative, interrogatory: