Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακριτική [anakriticí] η, (L) law
- investigative method, inquisitorial art:
- αστυνομική ~ |
- εκπαιδεύθηκε στην ~ |
- καθηγητής της ανακριτικής
[substantiv. f of ανακριτική]
- investigative method, inquisitorial art: